ἀναθυμιάομαι: Difference between revisions
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
(1) |
(No difference)
|
Revision as of 09:00, 31 December 2018
Russian (Dvoretsky)
ἀναθῡμιάομαι: 1) испаряться (τὸ ὑγρὸν ἀναθυμιώμενον Arst.; ὁ ἐκ τῆς γῆς ἀναθυμιώμενος ἀήρ Plut.);
2) выделять испарения, куриться (ἡ γῆ ξηραινομένη ἀναθυμιᾶται Arst.);
3) подниматься (τὸ ἀναθυμιώμενον πῦρ Arst.; ὁ ἀναθυμιώμενος καπνός Luc.; перен. μῖσος ἀναθυμιᾶται Polyb.);
4) поднимать испарения (ἐκ τῆς θαλάττης Arst.);
5) выдыхаться (οἶνος ἀναθυμιαθείς Plut.).