τρίπαλτος: Difference between revisions
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρίπαλτος:''' -ον ([[πάλλω]]), αυτός που πάλλεται [[τρεις]] φορές· μεταφ., [[τριπλός]], [[πολλαπλός]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''τρίπαλτος:''' -ον ([[πάλλω]]), αυτός που πάλλεται [[τρεις]] φορές· μεταφ., [[τριπλός]], [[πολλαπλός]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρίπαλτος:''' досл. брошенный с тройного размаха, перен. утроенный, тройной (πήματα Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (πάλλω)
A thrice-brandished: metaph., threefold, manifold, A.Th. 990 (lyr., dub. l.).
German (Pape)
[Seite 1145] dreifach, dreimal geschwungen, d. i. mit großer Gewalt geschwungen, Aesch. πήματα, sehr heftig, Spt. 972.
Greek (Liddell-Scott)
τρίπαλτος: -ον, (πάλλω) ὁ τρὶς παλθείς, ἀνασεισθείς· μεταφ., τριπλοῦς, πολλαπλοῦς, ποικίλος, τριπάλτων πημάτων, «πολυορμήτων, πολυκινήτων, σφοδρῶς πηδησάντων» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 985· πρβλ. δίπαλτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
lancé ou qui frappe avec une force triple ; violent.
Étymologie: τρεῖς, πάλλω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός τον οποίο έχουν ανασείσει τρεις φορές, σφοδρότατος («τριπάλτων πημάτων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι- + παλτός (< πάλλω)].
Greek Monotonic
τρίπαλτος: -ον (πάλλω), αυτός που πάλλεται τρεις φορές· μεταφ., τριπλός, πολλαπλός, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
τρίπαλτος: досл. брошенный с тройного размаха, перен. утроенный, тройной (πήματα Aesch.).