ὑποχώρησις: Difference between revisions
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
(6) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑποχώρησις:''' -εως, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[οπισθοχώρηση]], [[απόσυρση]], [[αποχώρηση]], [[τράβηγμα]], [[οπισθοδρόμηση]], σε Πολύβ.<br /><b class="num">2.</b> [[άσυλο]], [[καταφύγιο]], σε Λουκ. | |lsmtext='''ὑποχώρησις:''' -εως, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[οπισθοχώρηση]], [[απόσυρση]], [[αποχώρηση]], [[τράβηγμα]], [[οπισθοδρόμηση]], σε Πολύβ.<br /><b class="num">2.</b> [[άσυλο]], [[καταφύγιο]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποχώρησις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> отход, отступление: τὴν πελαγίαν ὑποχώρησιν ποιεῖσθαι Polyb. отступать морским путем;<br /><b class="num">2)</b> убежище или комната Luc.;<br /><b class="num">3)</b> физиол. выделение, преимущ. экскременты Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:04, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A retirement, retreat, πεδιναὶ ὑ. retirements by the plains, Plb.1.34.8; πελαγίαν ποιεῖσθαι τὴν ὑ. make one's retreat by sea, Id.1.28.9; αἰδὼς τολμήσεως ὑ. Pl.Def.412c. b ebb of the tide, Aristid.Quint.3.7 (pl.). c cession of property, POxy.67.20 (iv A. D.). 2 retiring-place, retreat, Luc.Hipp.5, CIG3705 (Apollonia ad Rhyndacum). II ὑ. τῆς γαστρός an evacuation of the bowels by stool, Hp. Morb.3.16, Gal.6.649: abs., Hp.Aph.4.83, Epid.7.3,5, Dieuch. ap. Orib.4.7.15, Mnesith. ap. Orib.8.38.3. III the vent, Arist.HA594a13.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποχώρησις: -εως, ἡ, τὸ ὑποχωρεῖν, ἀποσύρεσθαι, ὀπισθοδρόμησις, ὑποχ. πεδιναί, τῆς ξηρᾶς, Πολύβ. 1. 34, 8· πελαγίαν ποιεῖσθαι τὴν ὑπ., ὑποχωρεῖν διὰ θαλάσσης, αὐτόθι 28. 9· ὑπ. τολμήσεως Πλάτ. Ὅρ. 412C. 2) τόπος εἰς ὃν καταφεύγει ὁ ὑποχωρῶν, καταφύγιον, Λουκ. Ἱππ. 5, Συλλ. Ἐπιγραφ. 3705. ΙΙ. ὑπ. τῆς γαστρός, κένωσις τῆς κοιλίας κάτωθεν, Ἱππ. 1208D· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀφορ. 1252, Ἀριστ. π. τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 4, 2· πρβλ. ὑποχώρημα.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
I. action de se retirer :
1 mouvement de retrait (d’une terre);
2 retraite (d’une armée);
3 t. de méd. évacuation par le bas, selle;
II. lieu de retraite.
Étymologie: ὑποχωρέω.
Greek Monotonic
ὑποχώρησις: -εως, ἡ,
1. οπισθοχώρηση, απόσυρση, αποχώρηση, τράβηγμα, οπισθοδρόμηση, σε Πολύβ.
2. άσυλο, καταφύγιο, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποχώρησις: εως ἡ1) отход, отступление: τὴν πελαγίαν ὑποχώρησιν ποιεῖσθαι Polyb. отступать морским путем;
2) убежище или комната Luc.;
3) физиол. выделение, преимущ. экскременты Arst.