ἀντιθετικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)

Source
(4)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀντιθετικός]], -ή, -ό)<br />αυτός που βρίσκεται σε [[αντίθεση]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που προέρχεται από [[αντίθεση]]<br /><b>2.</b> <b>(Μετρ.)</b> αυτός που παρουσιάζει [[μετρική]] [[αντιστοιχία]] με κάποιον [[άλλο]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀντιθετικός]], -ή, -ό)<br />αυτός που βρίσκεται σε [[αντίθεση]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που προέρχεται από [[αντίθεση]]<br /><b>2.</b> <b>(Μετρ.)</b> αυτός που παρουσιάζει [[μετρική]] [[αντιστοιχία]] με κάποιον [[άλλο]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιθετικός:''' <b class="num">1)</b> противополагающий (φαινομἑνων τε καὶ νοουμένων Sext.);<br /><b class="num">2)</b> стих. антитетический ([[μέτρον]] где первый стих антистрофы соответствует последнему стиху строфы).
}}
}}

Revision as of 09:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιθετικός Medium diacritics: ἀντιθετικός Low diacritics: αντιθετικός Capitals: ΑΝΤΙΘΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: antithetikós Transliteration B: antithetikos Transliteration C: antithetikos Beta Code: a)ntiqetiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A setting in opposition, contrasting, ἀ. δύναμις φαινομένων τε καὶ νοουμένων S.E.P.1.8; antithetical, Eust.1325.19; ἀντιθετικά, τά, D.21 Arg.ii9; ἀ. στάσις Hermog.Stat.4, al.    II contrasted, correspondent, of poems in which a number of κῶλα are repeated in reversed order, Heph. Poëm.4.6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιθετικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων ἢ ἀποτελῶν ἀντίθεσιν, ἔστι δὲ σκεπτικὴ δύναμις ἀντιθετικὴ φαινομένων τε καὶ νοουμένων καθ’ οἷον δήποτε τρόπον Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 8: - ὁ ἐξ ἀντιθέσεως προερχόμενος, Εὐστ. 1325. 19. ΙΙ. ἀντίστοιχος, ἐπὶ μέτρων, ἐν οἷς ὁ πρῶτος στίχος τῆς ἀντιστροφῆς ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸν τελευταῖον τῆς στροφῆς, καὶ ἀντιστρόφως, Ἡφαιστίων σ. 117.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que opone ἔστι δὲ ἡ σκεπτικὴ δύναμις ἀ. φαινομένων τε καὶ νοουμένων la capacidad de examen (o escepticismo) opone las apariencias a los juicios S.E.P.1.8.
2 ret. antitético στάσις Hermog.Stat.34, cf. Fortunat.Rh.91.10, Eust.1325.19
subst. τὰ ἀ. las antítesis D.21.argumen.2.9.
II que se corresponde en sentido inverso de poemas cuyos κῶλα están repetidos en orden inverso, Heph.Poëm.4.6.
III adv. -ῶς en antítesis Alex.Aphr.in Top.580.1, Gr.Nyss.Eun.3.10.18.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀντιθετικός, -ή, -ό)
αυτός που βρίσκεται σε αντίθεση με κάποιον άλλο
αρχ.
1. εκείνος που προέρχεται από αντίθεση
2. (Μετρ.) αυτός που παρουσιάζει μετρική αντιστοιχία με κάποιον άλλο.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιθετικός: 1) противополагающий (φαινομἑνων τε καὶ νοουμένων Sext.);
2) стих. антитетический (μέτρον где первый стих антистрофы соответствует последнему стиху строфы).