συνθεάομαι: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνθεάομαι:''' αποθ.·<br /><b class="num">1.</b> [[βλέπω]] μαζί ή έχω [[κοινή]] [[θέα]] με κάποιον, λέγεται για τους θεατές των αθλητικών αγώνων, σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[εξετάζω]], [[παρατηρώ]] μαζί, [[συνεξετάζω]], [[ερευνώ]], σε Ξεν.
|lsmtext='''συνθεάομαι:''' αποθ.·<br /><b class="num">1.</b> [[βλέπω]] μαζί ή έχω [[κοινή]] [[θέα]] με κάποιον, λέγεται για τους θεατές των αθλητικών αγώνων, σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[εξετάζω]], [[παρατηρώ]] μαζί, [[συνεξετάζω]], [[ερευνώ]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''συνθεάομαι:''' <b class="num">1)</b> вместе смотреть, сообща созерцать Xen., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> сообща исследовать (τι Xen., Plat.).
}}
}}

Revision as of 09:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθεάομαι Medium diacritics: συνθεάομαι Low diacritics: συνθεάομαι Capitals: ΣΥΝΘΕΑΟΜΑΙ
Transliteration A: syntheáomai Transliteration B: syntheaomai Transliteration C: syntheaomai Beta Code: sunqea/omai

English (LSJ)

   A view or see together, of spectators at games, Pl.La. 178a, X.Oec.3.7; οἱ συνθεώμενοι the other spectators, Antipho 3.4.5.    2 examine together, τὰ ἱερά X.An.6.4.15; σ. τὰ κατὰ τὴν μοῦσαν Pl.Lg.967e.    3 take in at a glance, Plb.1.25.1, 1.40.7.

Greek (Liddell-Scott)

συνθεάομαι: ἀποθ., θεῶμαι ἢ βλέπω ὁμοῦ, ἐπὶ θεατῶν ἐν τοῖς ἀγῶσι, Πλάτ. Λάχ. 178Α, Ξεν. Οἰκ. 3, 7· οἱ ξυνθεώμενοι, οἱ συνθεαταί, Ἀντιφῶν 124. 27. 2) ἐξετάζω ὁμοῦ, τὰ ἱερὰ Ξεν. Ἀν. 6. 4, 15· σ. τὰ κατὰ τὴν μοῦσαν Πλάτ. Νόμ. 967Ε.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
1 voir ou regarder avec d’autres;
2 examiner ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, θεάομαι.

Greek Monotonic

συνθεάομαι: αποθ.·
1. βλέπω μαζί ή έχω κοινή θέα με κάποιον, λέγεται για τους θεατές των αθλητικών αγώνων, σε Πλάτ., Ξεν.
2. εξετάζω, παρατηρώ μαζί, συνεξετάζω, ερευνώ, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συνθεάομαι: 1) вместе смотреть, сообща созерцать Xen., Plat.;
2) сообща исследовать (τι Xen., Plat.).