ἠλιθιότης: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἠλῐθιότης:''' -ητος, ἡ, [[μωρία]], [[ανοησία]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἠλῐθιότης:''' -ητος, ἡ, [[μωρία]], [[ανοησία]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἠλῐθιότης:''' ητος ἡ безрассудство, глупость Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A folly, silliness, Cratin.188, Pl.R.560d, al., Phld.Rh.1.249 S., etc.; γνώμης Them.Or.1.11d.
German (Pape)
[Seite 1161] ητος, ἡ, Thorheit, Einfalt; Plat. Rep. VIII, 560 d; καὶ ἡ ἐσχάτη ἄνοια Theaet. 176 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἠλῐθιότης: -ητος, ἡ, μωρία, ἀνοησία, Κρατῖν, Πυτ. 9, Πλάτ. Πολ. 560D κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
stupidité.
Étymologie: ἠλίθιος.
Greek Monotonic
ἠλῐθιότης: -ητος, ἡ, μωρία, ανοησία, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἠλῐθιότης: ητος ἡ безрассудство, глупость Plat.