ἀνυποδησία: Difference between revisions
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνυποδησία:''' ἡ, [[βάδισμα]] [[χωρίς]] υποδήματα, σε Πλάτ., Ξεν. | |lsmtext='''ἀνυποδησία:''' ἡ, [[βάδισμα]] [[χωρίς]] υποδήματα, σε Πλάτ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνυποδησία:''' ἡ отсутствие обуви, хождение босиком Xen., Plat., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A a going barefoot, Pl.Lg.633c, X.Lac.2.3.
German (Pape)
[Seite 266] (unatt. ἀνυποδεσία), ἡ, Schuhlosigkeit, Barfußgehen, Plat. Legg. I, 633 c Xen. Lac. 2, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυποδησία: ἡ, τὸ μὴ ἔχειν εἰς τοὺς πόδας ὑποδήματα, τὸ εἶναί τινα ἀνυπόδητον, Πλάτ. Νόμ. 633C, Ξεν. Λακ. 2. 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action d’aller pieds nus.
Étymologie: ἀνυπόδητος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
hecho de ir descalzo χειμώνων ... ἀνυποδησίαι falta de calzado en el invierno Pl.Lg.633c, cf. X.Lac.2.3, M.Ant.5.8, Plu.2.634a, Philostr.Im.1.16.
Greek Monolingual
κ. -δεσία (Α ἀνυποδησία κ. -δεσία)
το να μη φοράει κάποιος υποδήματα, ξυπολυσιά.
Greek Monotonic
ἀνυποδησία: ἡ, βάδισμα χωρίς υποδήματα, σε Πλάτ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀνυποδησία: ἡ отсутствие обуви, хождение босиком Xen., Plat., Plut.