ἀνάσιμος: Difference between revisions
χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell
(4) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνάσιμος]], -ον (Α) [[σιμός]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μύτη]] σιμή, σηκωτή<br /><b>2.</b> ανασηκωμένος στη μια [[άκρη]]. | |mltxt=[[ἀνάσιμος]], -ον (Α) [[σιμός]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μύτη]] σιμή, σηκωτή<br /><b>2.</b> ανασηκωμένος στη μια [[άκρη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνάσῑμος:''' <b class="num">1)</b> курносый Arph.;<br /><b class="num">2)</b> загнутый вверх (τοο ἐλέφαντος ὀδόντες, [[πλοῖον]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A snub-nosed, Ar.Ec.940. 2 generally, turned up at end, ὀδόντες ἀ., of the elephant's tusks, Arist.HA501b33; ἀ. πλοῖα Id.Pr.932a18; of a horse's neck, curved up, Simon Eq.6.
German (Pape)
[Seite 207] stülpnasig, mit oben eingedrückter, unten aufgeworfener Nase, Ar. Eccl. 940; übh. aufwärts gebogen, ὀδόντες, Arist.; ἀνάσιμα τὰ πλοῖα ποιοῦσιν, Ggstz όρθά, Arist. Probl. 23, 5. Vgl. ἀνάσιλλος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάσῑμος: -ον, Λατ. resīmus, ἔχων τὴν ῥῖνα σιμήν, ἤτοι ἐστραμμένην πρὸς τὰ ἄνω, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 940. 2) καθόλου, ὁ κατὰ τὸ ἓν ἄκρον ἐστραμμένος πρὸς τὰ ἄνω, ὀδόντες ἀν., ἐπὶ τῶν χαυλιοδόντων τῶν ἐλεφάντων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 5· ἀν. πλοῖα ὁ αὐτ. Προβλ. 23. 5, 4.
Spanish (DGE)
(ἀνάσῑμος) -ον
1 de nariz respingonade una joven, Ar.Ec.940.
2 curvado, retorcido hacia arriba ὀδόντες Arist.HA 501b33, πλοῖα Arist.Pr.932a18, ἔκφυσις del cuello de un caballo, Simo Eq.6.
Greek Monolingual
ἀνάσιμος, -ον (Α) σιμός
1. αυτός που έχει μύτη σιμή, σηκωτή
2. ανασηκωμένος στη μια άκρη.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάσῑμος: 1) курносый Arph.;
2) загнутый вверх (τοο ἐλέφαντος ὀδόντες, πλοῖον Arst.).