προσβοάομαι: Difference between revisions
From LSJ
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
(6) |
(4) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσβοάομαι:''' Ιων. αορ. αʹ <i>-εβωσάμην</i>, Μέσ., [[καλώ]] κάποιον, [[φωνάζω]], [[προσκαλώ]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''προσβοάομαι:''' Ιων. αορ. αʹ <i>-εβωσάμην</i>, Μέσ., [[καλώ]] κάποιον, [[φωνάζω]], [[προσκαλώ]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσβοάομαι:''' звать к себе (τοὺς παριόντας Her.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:24, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
προσβοάομαι: Μέσ., καλῶ πρὸς ἐμαυτόν, προσκαλῶ, παριόντας προσεβώσατο Ἡρόδ. 6. 35.
French (Bailly abrégé)
-βοῶμαι;
ao. 3ᵉ sg. ion. προσεβώσατο;
accueillir par des acclamations, acc..
Étymologie: πρός, βοάομαι.
Greek Monotonic
προσβοάομαι: Ιων. αορ. αʹ -εβωσάμην, Μέσ., καλώ κάποιον, φωνάζω, προσκαλώ, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
προσβοάομαι: звать к себе (τοὺς παριόντας Her.).