παναιγλήεις: Difference between revisions
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πᾰναιγλήεις:''' -εσσα, -εν, [[ολόλαμπρος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''πᾰναιγλήεις:''' -εσσα, -εν, [[ολόλαμπρος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πᾰναιγλήεις:''' ήεσσα, ῆεν весь блистающий, сияющий ([[κῆπος]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:24, 31 December 2018
English (LSJ)
εσσα, εν,
A all-shining, κῆπος AP9.806.
German (Pape)
[Seite 456] εσσα, εν, ganz glänzend, strahlend, κῆπος, Byz. anath. 33 (IX, 806).
Greek (Liddell-Scott)
πᾰναιγλήεις: εσσα, εν, ὅλως λάμπων, κατάλαμπρος, κῆπος Ἀνθ. Π. 9.806.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
tout à fait brillant.
Étymologie: πᾶν, αἴγλη.
Greek Monolingual
παναιγλήεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που φωτίζεται λαμπρά, φωτεινότατος, ολόλαμπρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + αἰγλήεις (< αἴγλη)].
Greek Monotonic
πᾰναιγλήεις: -εσσα, -εν, ολόλαμπρος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰναιγλήεις: ήεσσα, ῆεν весь блистающий, сияющий (κῆπος Anth.).