παρακαλπάζω: Difference between revisions
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
(30) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br />[[τρέχω]] [[πεζός]] [[δίπλα]] σε [[άλογο]] που καλπάζει κρατώντας το από τον χαλινό («μικρὰ δὲ οὕτω παρακαλπάσας καὶ καταψήσας», <b>Πλούτ.</b>). | |mltxt=ΜΑ<br />[[τρέχω]] [[πεζός]] [[δίπλα]] σε [[άλογο]] που καλπάζει κρατώντας το από τον χαλινό («μικρὰ δὲ οὕτω παρακαλπάσας καὶ καταψήσας», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρακαλπάζω:''' бежать рядом (с лошадью) рысью Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A run beside a trotting horse, π. καὶ καταψήσας Plu. Alex.6.
German (Pape)
[Seite 481] nebenhertraben, τινά, Plut. Alex. 6.
Greek (Liddell-Scott)
παρακαλπάζω: τρέχω πεζὸς πλησίον καλπάζοντος ἵππου κρατῶν αὐτὸν ἀπὸ τοῦ χαλινοῦ, παρακαλπάσας (τῷ ἵππῳ) καὶ καταψήσας Πλουτ. Ἀλέξ. 6, πρβλ. Εὐστ. Πονημάτ. 283. 10.
French (Bailly abrégé)
caresser, flatter, acc..
Étymologie: παρά, καλπάζω.
Greek Monolingual
ΜΑ
τρέχω πεζός δίπλα σε άλογο που καλπάζει κρατώντας το από τον χαλινό («μικρὰ δὲ οὕτω παρακαλπάσας καὶ καταψήσας», Πλούτ.).
Russian (Dvoretsky)
παρακαλπάζω: бежать рядом (с лошадью) рысью Plut.