δυσμορφία: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσμορφία:''' ἡ, [[δυσπλασία]] του σώματος, ασχήμια, [[παραμόρφωση]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''δυσμορφία:''' ἡ, [[δυσπλασία]] του σώματος, ασχήμια, [[παραμόρφωση]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσμορφία:''' ион. [[δυσμορφίη]] ἡ безобразие, уродливость Her.
}}
}}

Revision as of 09:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμορφία Medium diacritics: δυσμορφία Low diacritics: δυσμορφία Capitals: ΔΥΣΜΟΡΦΙΑ
Transliteration A: dysmorphía Transliteration B: dysmorphia Transliteration C: dysmorfia Beta Code: dusmorfi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A misshapenness, ugliness, Hdt.6.61, Phld. Mort.29, etc.

German (Pape)

[Seite 684] ἡ, Häßlichkeit, Her. 6, 61 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμορφία: ἡ, κακομορφία, ἀσχημία, Ἡρόδ. 6. 61, κτλ.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): -ίη Hdt.6.61
deformidad, fealdad ἐλίσσετο τὴν θεὸν ἀπαλλάξαι τῆς δυσμορφίης τὸ παιδίον Hdt.l.c., op. εὐμορφία Thphr.HP 1.4.1, cf. Democr.B 1a, Aesop.103.1, Ach.Tat.6.7.1, Ph.Prou. en Eus.PE 8.14.31, Crito en Gal.12.401, App.BC 1.20, Basil.M.30.331B.

Greek Monolingual

η (AM δυσμορφία)
ασχήμια
νεοελλ.
κάθε παρέκκλιση του ανθρώπινου σώματος ή οργάνου του από τη φυσιολογική μορφή.

Greek Monotonic

δυσμορφία: ἡ, δυσπλασία του σώματος, ασχήμια, παραμόρφωση, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

δυσμορφία: ион. δυσμορφίη ἡ безобразие, уродливость Her.