διαστείβω: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
(9) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διαστείβω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[προχωρώ]] διά μέσου<br /><b>2.</b> [[καταπατώ]]. | |mltxt=[[διαστείβω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[προχωρώ]] διά μέσου<br /><b>2.</b> [[καταπατώ]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαστείβω:''' проходить, проплывать (ναῒ θοᾷ Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A go through, across, ἐπ' οἶδμα ναΐ θοᾷ Pi.Fr.221.4. II trample on, τινά Nonn.D.36.239.
German (Pape)
[Seite 603] hindurch schreiten, Pind. frg. 242; τινά, niedertreten, Nonn. D. 36, 239.
Greek (Liddell-Scott)
διαστείβω: διέρχομαι διὰ μέσου, ναῒ θοᾷ Πίνδ. Ἀποσπ. 242. 4. ΙΙ. καταπατῶ, τινὰ Νόνν. Δ. 36. 239.
English (Slater)
διαστείβω
1 go across τέρπεται δὲ καί τις ἐπ' οἶδμ ἅλιον ναὶ θοᾷδιαστείβων (διαμείβων coni. Maas) fr. 221. 5.
Spanish (DGE)
1 atravesar, cruzar ríos y mares ἐπ' οἶδμ' ἅλιον ναῒ θοᾷ διαστείβων Pi.Fr.221.4, δουρατέῳ τροχόεντι διαστείβων ῥόον ὁλκῷ Nonn.D.3.8, (habla un río a otro) γυναῖκες ἡμέας ἀκλύστοισι διαστείβουσι πεδίλοις Nonn.D.23.187.
2 pisar, hollar ταρβαλέῳ πρηῶνα διαστείβουσα πεδίλῳ Nonn.D.32.250
•fig., en teol. acuñar φύσιν ἐν ἰδίᾳ μορφῇ Cyr.Al.Cat.Ep.Hebr.1.8 (p.355).
3 pisotear, atropellar διαστείβων ἐλατῆρα pisando (el caballo) a su jinete Nonn.D.36.239.
Greek Monolingual
διαστείβω (Α)
1. προχωρώ διά μέσου
2. καταπατώ.
Russian (Dvoretsky)
διαστείβω: проходить, проплывать (ναῒ θοᾷ Pind.).