βαθύσκιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰθύσκῐος:''' -ον ([[σκιά]]), αυτός που έχει [[βαθιά]] [[σκιά]], σε Ομηρ. Ύμν., Θεόκρ.
|lsmtext='''βᾰθύσκῐος:''' -ον ([[σκιά]]), αυτός που έχει [[βαθιά]] [[σκιά]], σε Ομηρ. Ύμν., Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''βαθύσκιος:''' покрытый густой тенью (πέτρης [[κευθμών]] HH; [[Λάτυμνον]] Theocr.; ὕλαι Babr.; [[οἶκος]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 09:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰθύσκῐος Medium diacritics: βαθύσκιος Low diacritics: βαθύσκιος Capitals: ΒΑΘΥΣΚΙΟΣ
Transliteration A: bathýskios Transliteration B: bathyskios Transliteration C: vathyskios Beta Code: baqu/skios

English (LSJ)

ον,

   A deep-shaded, dark, πέτρης κευθμῶνα h.Merc.229, cf. Theoc.4.19; ὗλαι Babr.92.2; οἰκίαι Ath. Med. ap. Orib.inc.23.18.    II Act., throwing a deep shade, ἀστήρ Musae.111.

German (Pape)

[Seite 425] (σκιά), tiefbeschattet, tiefschattig, κευθμών H. h. Merc. 229; Theocr. 4, 19; ἄλσος Plat. ep. 29 (Plan. 210); ὕλαι Babr. 92, 2; – tief beschattend, Musae. 111.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθύσκιος: -ον, ὁ βαθέως σκιαζόμενος, βαθεῖαν ἔχων σκιάν, σκιερός, σκοτεινός, πέτρης κευθμῶνα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 229, πρβλ. Θεόκρ. 4. 19· ὕλη Βάβρ. 92. 2. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ σχηματίζων βαθεῖαν σκιάν, ἀστὴρ Μουσαῖ. 111.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couvert d’une ombre profonde ou épaisse.
Étymologie: βαθύς, σκιά.

Spanish (DGE)

(βᾰθύσκιος) -ον
1 profundamente sombrío πέτρης κευθμῶνα h.Merc.229, Ταρτάριος λειμών Orph.H.18.2, οἰκίαι Ath.Med. en Orib.Inc.41.18
de lugares boscosos ἄλσος Lyr.Adesp.8(a).2, AP 16.210, Λάτυμνον Theoc.4.19, ὗλαι Babr.92.2, Q.S.3.105.
2 que trae la sombra profunda Ἕσπερος ἀστήρ Musae.111.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM βαθύσκιος, -ον)
αυτός που έχει πυκνή σκιά.

Greek Monotonic

βᾰθύσκῐος: -ον (σκιά), αυτός που έχει βαθιά σκιά, σε Ομηρ. Ύμν., Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

βαθύσκιος: покрытый густой тенью (πέτρης κευθμών HH; Λάτυμνον Theocr.; ὕλαι Babr.; οἶκος Plut.).