Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σύμπλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
(39)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[συμπλέκω]]<br /><b>1.</b> πλεγμένος, [[πλεκτός]] («τὸ δὲ περιστόμιο τοῡ ὑποδύτου ἐν τῷ μέσῳ διυφασμένον σύμπλεκτον», ΠΔ)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[περιπεπλεγμένος]], μπερδεμένος [[μαζί]] με άλλον.
|mltxt=-ον, Α [[συμπλέκω]]<br /><b>1.</b> πλεγμένος, [[πλεκτός]] («τὸ δὲ περιστόμιο τοῡ ὑποδύτου ἐν τῷ μέσῳ διυφασμένον σύμπλεκτον», ΠΔ)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[περιπεπλεγμένος]], μπερδεμένος [[μαζί]] με άλλον.
}}
{{elru
|elrutext='''σύμπλεκτος:''' сплетенный вместе (τινι Anth.).
}}
}}

Revision as of 09:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμπλεκτος Medium diacritics: σύμπλεκτος Low diacritics: σύμπλεκτος Capitals: ΣΥΜΠΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: sýmplektos Transliteration B: symplektos Transliteration C: symplektos Beta Code: su/mplektos

English (LSJ)

ον,

   A plaited, LXXEx.36.31 (39.23); twined together, ἔρνεσι AP4.1.18 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 988] zusammengeflochten, Mel. 1, 18 (IV, 1).

Greek (Liddell-Scott)

σύμπλεκτος: -ον, ὁ ὁμοῦ συμπλεκόμενος, ἔρνεσι Ἀνθολ. Π. 4. 1, 18.

Greek Monolingual

-ον, Α συμπλέκω
1. πλεγμένος, πλεκτός («τὸ δὲ περιστόμιο τοῡ ὑποδύτου ἐν τῷ μέσῳ διυφασμένον σύμπλεκτον», ΠΔ)
2. αυτός που είναι περιπεπλεγμένος, μπερδεμένος μαζί με άλλον.

Greek Monolingual

-ον, Α συμπλέκω
1. πλεγμένος, πλεκτός («τὸ δὲ περιστόμιο τοῡ ὑποδύτου ἐν τῷ μέσῳ διυφασμένον σύμπλεκτον», ΠΔ)
2. αυτός που είναι περιπεπλεγμένος, μπερδεμένος μαζί με άλλον.

Russian (Dvoretsky)

σύμπλεκτος: сплетенный вместе (τινι Anth.).