ἀγλαόδενδρος: Difference between revisions
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγλαόδενδρος:''' -ον ([[δένδρον]]), αυτός που έχει όμορφα και λαμπερά δέντρα, σε Πίνδ. | |lsmtext='''ἀγλαόδενδρος:''' -ον ([[δένδρον]]), αυτός που έχει όμορφα και λαμπερά δέντρα, σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγλαόδενδρος:''' покрытый прекрасными деревьями ([[μάτηρ]] Λοκρῶν, т. е. [[Ὀπόεις]] Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with beautiful trees, Pi.O.9.20.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγλαόδενδρος: -ον, ὁ ἔχων λαμπρὰ καὶ ὡραῖα δένδρα, Πινδ. Ο. 9. 32.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux arbres splendides, càd vigoureux.
Étymologie: ἀγλαός, δένδρον.
English (Slater)
ἀγλᾰόδενδρος, -ον
1 with lovely trees κλυτὰν Λοκρῶν ματέρ' ἀγλαόδενδρον (τὴν Ὀποῦντα. Σ.) (O. 9.20)
Spanish (DGE)
-ον
de espléndidos árboles κλυτὰν Λοκρῶν ... ματέρ' ἀγλαόδενδρον de Opunte, Pi.O.9.20.
Greek Monotonic
ἀγλαόδενδρος: -ον (δένδρον), αυτός που έχει όμορφα και λαμπερά δέντρα, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγλαόδενδρος: покрытый прекрасными деревьями (μάτηρ Λοκρῶν, т. е. Ὀπόεις Pind.).