ἠπειρόω: Difference between revisions
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
(4) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἠπειρόω:''' [[μεταβάλλω]] σε [[ξηρά]], σε Ανθ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[ήπειρος]], σε Θουκ. | |lsmtext='''ἠπειρόω:''' [[μεταβάλλω]] σε [[ξηρά]], σε Ανθ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[ήπειρος]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἠπειρόω:''' <b class="num">1)</b> превращать в твердую землю, делать сушей (θαλάττας Arst.; βύθον Anth.);<br /><b class="num">2)</b> делать частью материка (εἰσὶ τῶν νήσων αἳ ἠπείρωνται Thuc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A to make into mainland, opp. θαλαττόω, Arist.Mu.400a28; βυθόν AP9.670:—Pass., to become so, Th.2.102, Ph.2.511.
German (Pape)
[Seite 1174] zum Festlande machen; θάλατταν Arist. mund. 6; βύθον Ep. ad. 370 (IX, 670); pass. νῆσοι ἠπείρωνται Thuc. 2, 102; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἠπειρόω: μεταβάλλω εἰς ἤπειρον, εἰς ξηράν, ἀντιθ. θαλαττόω, ἐπιδρομαί τε κυμάτων καὶ ἀναχωρήσεις πολλάκις καὶ ἠπείρους ἐθαλάττωσαν καὶ θαλάττας ἠπείρωσαν Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 32, Ἀνθ. Π. 9. 670 - παθ. γίνομαι ἤπειρος, καὶ εἰσι τῶν νήσων, αἳ ἠπείρωνται Θουκ. 2. 102.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
transformer en terre ferme.
Étymologie: ἤπειρος.
Greek Monotonic
ἠπειρόω: μεταβάλλω σε ξηρά, σε Ανθ. — Παθ., γίνομαι ήπειρος, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἠπειρόω: 1) превращать в твердую землю, делать сушей (θαλάττας Arst.; βύθον Anth.);
2) делать частью материка (εἰσὶ τῶν νήσων αἳ ἠπείρωνται Thuc.).