ἀγάζομαι: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(SL_1) |
(1) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ᾰγάζομαι</b> <br /> <b>1</b> [[reverence]], [[worship]] πολλὰ μὲν λοιβαῖσιν ἀγαζόμενοι πρώταν [[θεῶν]] (= Ἑστίαν), πολλὰ δὲ κνίσᾳ (N. 11.6) | |sltr=<b>ᾰγάζομαι</b> <br /> <b>1</b> [[reverence]], [[worship]] πολλὰ μὲν λοιβαῖσιν ἀγαζόμενοι πρώταν [[θεῶν]] (= Ἑστίαν), πολλὰ δὲ κνίσᾳ (N. 11.6) | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγάζομαι:''' почитать, чтить (τινα Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:48, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
ἀγάζομαι: ποιητ. ἰσοδύναμος τύπος τῷ ἄγαμαι, = τιμῷ, λατρεύω, «λοιβαῖσιν ἀγαζόμενοι πρώταν θεῶν», Πίνδ. Ν. 11, 7. - ἠγάζετο, Ὀρφ. Ἀργ. 63: - περὶ τοῦ Ὁμηρικοῦ μέλλ. ἀγάσσομαι, κτλ. ἴδε τὸ ῥῆμα ἄγαμαι. ΙΙ. Ὁ ἐνεργ. τύπος εὕρηται παρ’ Αἰσχύλῳ Ἱκέτ. 1062· «τὰ θεῶν μηδὲν ἀγάζειν, δηλ. ἐξετάζειν. Ὁ Φώτιος ἑρμηνεύει· «λίαν ἐσπουδακέναι», ὁ Ἡσύχ. «ἀγάζειν = βαρέως φέρειν» κτλ. Ἐν τοῖς Ἀν. Βεκκ. σ. 336, 6. ὑπάρχει, «ἀγάζεις, ἀντὶ τοῦ θρασύνεις, Σοφοκλῆς».
English (Autenrieth)
see ἄγαμαι.
English (Slater)
ᾰγάζομαι
1 reverence, worship πολλὰ μὲν λοιβαῖσιν ἀγαζόμενοι πρώταν θεῶν (= Ἑστίαν), πολλὰ δὲ κνίσᾳ (N. 11.6)
Russian (Dvoretsky)
ἀγάζομαι: почитать, чтить (τινα Pind.).