ἀποτυχής: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(6)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποτυχής]], -ές (Α) [[αποτυγχάνω]]<br />αυτός που σφάλλει.
|mltxt=[[ἀποτυχής]], -ές (Α) [[αποτυγχάνω]]<br />αυτός που σφάλλει.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποτῠχής:''' неудачливый: ἐπιτυχέστερος καὶ ἀποτυχέστερός τινος Plat. более или менее счастливый в достижении чего-л.
}}
}}

Revision as of 09:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτῠχής Medium diacritics: ἀποτυχής Low diacritics: αποτυχής Capitals: ΑΠΟΤΥΧΗΣ
Transliteration A: apotychḗs Transliteration B: apotychēs Transliteration C: apotychis Beta Code: a)potuxh/s

English (LSJ)

ές,

   A missing, Pl.Sis.391c (Comp.).

German (Pape)

[Seite 333] ές, im compar. τοῦ μὴ ὄντος, verfehlend, (Plat.) Sisyph. 391 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτῠχής: -ές, (τυγχάνω, τυχεῑν) ὁ ἀποτυγχάνων, ἐν τῷ συγκρ. ἀποτυχέστερος τοῦ μὴ ὄντος Πλάτ. Σίσυφ. 391D.

Spanish (DGE)

-ές
fallido, sin posibilidades de éxito ἀποτυχέστερος ... τοῦ μὴ ὄντος Pl.Sis.391c.

Greek Monolingual

ἀποτυχής, -ές (Α) αποτυγχάνω
αυτός που σφάλλει.

Russian (Dvoretsky)

ἀποτῠχής: неудачливый: ἐπιτυχέστερος καὶ ἀποτυχέστερός τινος Plat. более или менее счастливый в достижении чего-л.