πολυσινής: Difference between revisions

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
(6)
(nl)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολῠσῐνής:''' -ές ([[σίνομαι]]), [[πολύ]] [[βλαβερός]], [[ολέθριος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πολῠσῐνής:''' -ές ([[σίνομαι]]), [[πολύ]] [[βλαβερός]], [[ολέθριος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυσινής -ές [πολύς, σίνομαι] zeer schadelijk.
}}
}}

Revision as of 09:56, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

πολῠσῐνής: -ές, (σίνομαι) λίαν βλαβερός, ὀλέθριος, κύων Αἰσχύλ. Χο. 446.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très malfaisant, très nuisible.
Étymologie: πολύς, σίνομαι.

Greek Monolingual

και επικ. τ. πουλυσινής, -ές, Α
πολύ βλαβερός, ολέθριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σινής (< σίνος «βλάβη, φθορά»), πρβλ. επι-σινής].

Greek Monotonic

πολῠσῐνής: -ές (σίνομαι), πολύ βλαβερός, ολέθριος, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυσινής -ές [πολύς, σίνομαι] zeer schadelijk.