ψευδομαρτύριον: Difference between revisions

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
(4b)
(nl)
Line 10: Line 10:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ψευδομαρτύριον:''' τό Plat. = [[ψευδομαρτυρία]].
|elrutext='''ψευδομαρτύριον:''' τό Plat. = [[ψευδομαρτυρία]].
}}
{{elnl
|elnltext=ψευδομαρτύριον -ου, τό [ψευδομάρτυς] valse getuigenis.
}}
}}

Revision as of 10:04, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1394] meistens im gen. ψευδομαρτυρίου δίκη, Klage wegen falsches Zeugnisses, häufiger ψευδομαρτυριῶν, Aesch.; aber auch im plur., ἔνοχος τοῖς ψευδομαρτυρίοις, wie Plat. Theaet. 148 b.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
seul. au gén. sg. ψευδομαρτυρίου δίκη ATT poursuite pour faux témoignage ; c. ψευδομαρτυρία.
Étymologie: ψευδομάρτυς.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. η ψευδομαρτυρία
2. φρ. «ψευδομαρτυρίου δίκη» — καταγγελία για ψευδομαρτυρία ή για επιορκία (Κρατίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + μαρτύριον (< μαρτυρῶ, -έω)].

Russian (Dvoretsky)

ψευδομαρτύριον: τό Plat. = ψευδομαρτυρία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψευδομαρτύριον -ου, τό [ψευδομάρτυς] valse getuigenis.