κοιλιοπώλης: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κοιλιοπώλης:''' -ου, ὁ ([[πωλέω]]), αυτός που πουλά πατσά, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κοιλιοπώλης:''' -ου, ὁ ([[πωλέω]]), αυτός που πουλά πατσά, σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=κοιλιοπώλης -ου, ὁ [κοιλία, πωλέω] pensverkoper, worstverkoper.
}}
}}

Revision as of 10:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιλιοπώλης Medium diacritics: κοιλιοπώλης Low diacritics: κοιλιοπώλης Capitals: ΚΟΙΛΙΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: koiliopṓlēs Transliteration B: koiliopōlēs Transliteration C: koiliopolis Beta Code: koiliopw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A tripe-seller, Ar.Eq.200.

German (Pape)

[Seite 1466] ὁ, der Magen od. Magenwurst verkauft, Ar. Equ. 200.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλιοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν κοιλίας («πατσᾶν»), Ἀριστοφ. Ἱππ. 200.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
marchand de tripes.
Étymologie: κοιλία, πωλέω.

Greek Monolingual

κοίλιοπώλης, ὁ (Α)
(κωμ. λ. στον Αριστοφ.) αυτός που πουλά κοιλιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + -πώλης (< πωλῶ)].

Greek Monotonic

κοιλιοπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), αυτός που πουλά πατσά, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοιλιοπώλης -ου, ὁ [κοιλία, πωλέω] pensverkoper, worstverkoper.