κινδυνευτέον: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
(5) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κινδῡνευτέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να διακινδυνευθεί, σε Ευρ. | |lsmtext='''κινδῡνευτέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να διακινδυνευθεί, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κινδυνευτέον, adj. verb. van κινδυνεύω, men moet het risico nemen. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:12, 31 December 2018
English (LSJ)
A one must venture, ἐν ἀσπίσιν σοι πρῶτα κ. E.Supp.572, cf. IT1022, Plb.4.11.7: Adj. -τέος, α, ον, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
κινδῡνευτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ κινδυνεύω, δεῖ κινδυνεύειν, ἐν ἀσπίσιν σοι πρῶτα κινδ. Εὐρ. Ἱκέτ. 572, πρβλ. Ι. Τ. 1022.
Greek Monotonic
κινδῡνευτέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να διακινδυνευθεί, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κινδυνευτέον, adj. verb. van κινδυνεύω, men moet het risico nemen.