κλοπικός: Difference between revisions

From LSJ

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source
(20)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κλοπικός]], -ή, -όν (Α) [[κλοπή]]<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε κλέφτη («τὸ κλοπικόν τε καὶ τὸ ἀπατηλὸν ἐν λόγοις», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=[[κλοπικός]], -ή, -όν (Α) [[κλοπή]]<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε κλέφτη («τὸ κλοπικόν τε καὶ τὸ ἀπατηλὸν ἐν λόγοις», <b>Πλάτ.</b>).
}}
{{elnl
|elnltext=κλοπικός -ή -όν [κλοπή] diefachtig.
}}
}}

Revision as of 10:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλοπικός Medium diacritics: κλοπικός Low diacritics: κλοπικός Capitals: ΚΛΟΠΙΚΟΣ
Transliteration A: klopikós Transliteration B: klopikos Transliteration C: klopikos Beta Code: klopiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A thievish, τὸ κ. Pl.Cra.408a.

German (Pape)

[Seite 1456] diebisch; τὸ κλοπικὸν καὶ ἀπατηλόν, von Hermes, Plat. Crat. 407 e, v. l. κλωπικός.

Greek (Liddell-Scott)

κλοπικός: ἴδε κλωπικός.

Greek Monolingual

κλοπικός, -ή, -όν (Α) κλοπή
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε κλέφτη («τὸ κλοπικόν τε καὶ τὸ ἀπατηλὸν ἐν λόγοις», Πλάτ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλοπικός -ή -όν [κλοπή] diefachtig.