διασπαρακτός: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διασπᾰρακτός:''' -ή, -όν, ξεσχισμένος σε κομμάτια, κατακρεουργημένος, σε Ευρ. | |lsmtext='''διασπᾰρακτός:''' -ή, -όν, ξεσχισμένος σε κομμάτια, κατακρεουργημένος, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=διασπαρακτός -ή -όν [διασπαράττω] aan stukken gescheurd. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A torn to pieces, E.Ba.1220, Ael.NA12.7.
German (Pape)
[Seite 603] zerrissen, Eur. Bacch. 1218.
Greek (Liddell-Scott)
διασπαρακτός: -ή, -όν, κατεσπαραγμένος, εἰς τεμάχια κατεσχισμένος, Εὐρ. Βάκχ. 1220, Αἰλ. π. Ζ. 12. 7.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
mis en lambeaux, déchiré.
Étymologie: διασπαράσσω.
Spanish (DGE)
(διασπᾰρακτός) -ή, -όν
despedazado, destrozadodel cuerpo de Penteo, E.Ba.1220
•troceado, descuartizado διασπαρακτὰ κεῖται (κρέα βοῶν) γυμνὰ ὀστῶν Ael.NA 12.7.
Greek Monotonic
διασπᾰρακτός: -ή, -όν, ξεσχισμένος σε κομμάτια, κατακρεουργημένος, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διασπαρακτός -ή -όν [διασπαράττω] aan stukken gescheurd.