διακολλάω: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
(1b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''διακολλάω:''' склеивать (τὰ βιβλία Luc.): λίθῳ διακεκολλημένος Luc. выложенный каменными плитами.
|elrutext='''διακολλάω:''' склеивать (τὰ βιβλία Luc.): λίθῳ διακεκολλημένος Luc. выложенный каменными плитами.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-κολλάω aan elkaar lijmen:. λίθῳ διακεκολλημένος met marmer bekleed Luc. 3.6.
}}
}}

Revision as of 10:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διᾰκολλάω Medium diacritics: διακολλάω Low diacritics: διακολλάω Capitals: ΔΙΑΚΟΛΛΑΩ
Transliteration A: diakolláō Transliteration B: diakollaō Transliteration C: diakollao Beta Code: diakolla/w

English (LSJ)

   A glue together, Luc.Ind.16:—Pass., λίθῳ διακεκολλημένος formed of stones morticed together, Id.Hipp.6.

German (Pape)

[Seite 582] verleimen, verkitten, διάδρομος λίθῳ διακεκολλημένος Luc. Hipp. 6.

Greek (Liddell-Scott)

διᾰκολλάω: συγκολλῶ, Λουκ. Ἀπαιδ. 16. -Παθ., λίθῳ διακεκολλημένος, κατεσκευασμένος διὰ λίθων συγκεκολλημένων διὰ κονίας, ὁ αὐτ. Ἱππ. 6.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
coller l’un contre l’autre ; λίθῳ διακεκολλημένος LUC formé de plaques de marbre reliées entre elles par du ciment.
Étymologie: διά, κολλάω.

Spanish (DGE)

1 encolar, pegar τὰ βιβλία Luc.Ind.16
fig. poner seguido, unir de un centón διακολλῶν τὴν συμβολὴν τῶν ῥημάτων Gr.Nyss.Eun.2.128, cf. 3.5.24.
2 revestir con una decoración en v. pas. διάδρομος Νομάδι λίθῳ διακεκολλημένος un corredor revestido con mármol númida Luc.Hipp.6, cf. POxy.3473.12 (II d.C.).

Greek Monotonic

διᾰκολλάω: μέλ. -ήσω, συγκολλώ, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

διακολλάω: склеивать (τὰ βιβλία Luc.): λίθῳ διακεκολλημένος Luc. выложенный каменными плитами.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-κολλάω aan elkaar lijmen:. λίθῳ διακεκολλημένος met marmer bekleed Luc. 3.6.