δακρυσίστακτος: Difference between revisions

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
(3)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δακρυσίστακτος:''' -ον ([[στάζω]]), αυτός που στάζει δάκρυα, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δακρυσίστακτος:''' -ον ([[στάζω]]), αυτός που στάζει δάκρυα, σε Αισχύλ.
}}
{{elnl
|elnltext=δακρυσίστακτος -ον [δάκρυ, στακτός] met dikke druppels tranen; n. plur. als adv.: δακρυσίστακτα in tranenvloed Aeschl. PV 399 (lyr.).
}}
}}

Revision as of 10:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακρῠσίστακτος Medium diacritics: δακρυσίστακτος Low diacritics: δακρυσίστακτος Capitals: ΔΑΚΡΥΣΙΣΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: dakrysístaktos Transliteration B: dakrysistaktos Transliteration C: dakrysistaktos Beta Code: dakrusi/staktos

English (LSJ)

ον,

   A in floods of tears, neut. pl. as Adv., A.Pr. 400(lyr.).

German (Pape)

[Seite 519] von Thränen triefend, Aesch. Pr. 399.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dégoutte de larmes, qui épanche des larmes.
Étymologie: δάκρυ, στάζω.

Spanish (DGE)

(δακρῠσίστακτος) -ον
que derrama lágrimas δακρυσίστακτον ἀπ' ὄσσων ... λειβομένα ῥέος A.Pr.399.

Greek Monolingual

δακρυσίστακτος, -ον (Α)
1. όποιος στάζει πολλά δάκρυα
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) δακρυσίστακτα
με πολλά δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυσι, τ. δοτικής (τοπικής) πληθυντικού + στακτός (πρβλ. αρμασί-δουπος, ναυσί-θοος, ορεσί-τροφος, χερσι-δάμας).

Greek Monotonic

δακρυσίστακτος: -ον (στάζω), αυτός που στάζει δάκρυα, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δακρυσίστακτος -ον [δάκρυ, στακτός] met dikke druppels tranen; n. plur. als adv.: δακρυσίστακτα in tranenvloed Aeschl. PV 399 (lyr.).