κεροφόρος: Difference between revisions
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
(3) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κεροφόρος:''' носящий рога, рогатый ([[βόες]] Eur.). | |elrutext='''κεροφόρος:''' носящий рога, рогатый ([[βόες]] Eur.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κεροφόρος -ον [κέρας, φέρω] hoorndragend. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A = κερασφόρος 1, horned, βόες E.Ba.691.
German (Pape)
[Seite 1425] = κερασφόρος, βόες, Eur. Bacch. 690.
Greek (Liddell-Scott)
κεροφόρος: -ον, = κερασφόρος, ἔχων κέρατα, Εὐρ. Βάκχ. 691.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte des cornes.
Étymologie: κέρας, φέρω.
Greek Monolingual
κεροφόρος, -ον (Α)
αυτός που έχει κέρατα, κερασφόρος («κεροφόρων βοῶν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρως + -φόρος (< φόρος < φέρω)].
Greek Monotonic
κεροφόρος: -ον (φέρω) = κερασφόρος, αυτός που έχει κέρατα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κεροφόρος: носящий рога, рогатый (βόες Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεροφόρος -ον [κέρας, φέρω] hoorndragend.