κορδακικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κορδᾱκικός:''' -ή, -όν, όπως ο [[χορός]] [[κόρδαξ]]· απ' όπου, [[ανάλαφρος]], [[πεταχτός]], τρεχαλητός, <i>ῥυθμὸς κ</i>., λέγεται για τα τροχαϊκά [[μέτρα]], σε Δημ.
|lsmtext='''κορδᾱκικός:''' -ή, -όν, όπως ο [[χορός]] [[κόρδαξ]]· απ' όπου, [[ανάλαφρος]], [[πεταχτός]], τρεχαλητός, <i>ῥυθμὸς κ</i>., λέγεται για τα τροχαϊκά [[μέτρα]], σε Δημ.
}}
{{elnl
|elnltext=κορδακικός -ή -όν [κόρδαξ] als de kordax.
}}
}}

Revision as of 10:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορδᾱκικός Medium diacritics: κορδακικός Low diacritics: κορδακικός Capitals: ΚΟΡΔΑΚΙΚΟΣ
Transliteration A: kordakikós Transliteration B: kordakikos Transliteration C: kordakikos Beta Code: kordakiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A like the κόρδαξ: hence, of metrical sound, tripping, running, ῥυθμὸς κ., of trochaic metres, Arist.Rh. 1408b36 (Comp.), cf. Cic.Orat.57.193.

Greek (Liddell-Scott)

κορδᾱκικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς τὴν ὄρχησιν κόρδακα· ὅθεν ἐπὶ μετρικοῦ ἤχου, τρέχων, ῥέων, ῥυθμὸς κ., ἐπὶ τροχαϊκῶν μέτρων, Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 4· πρβλ. Κικ. Orat. 57. 193, Κυϊντ. 9. 4. 88.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
seul. Cp.
qui concerne la danse κόρδαξ, propre à cette danse;
Cp. κορδακικώτερος.

Greek Monolingual

κορδακικός, -ή, -όν (Α) κόρδαξ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόρδακα
2. (για τον τροχαϊκό ρυθμό και το τροχαϊκό μέτρο) αυτός που ρέει, που τρέχει («τὸν τροχαῑον κορδακικώτερον», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

κορδᾱκικός: -ή, -όν, όπως ο χορός κόρδαξ· απ' όπου, ανάλαφρος, πεταχτός, τρεχαλητός, ῥυθμὸς κ., λέγεται για τα τροχαϊκά μέτρα, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορδακικός -ή -όν [κόρδαξ] als de kordax.