κατάκλασις: Difference between revisions
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
(6_8) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάκλᾰσις''': -εως, ἡ, [[θραῦσις]] εἰς τεμάχια, σύνθλασις, [[κάταξις]], τῶν ἄρθρων Ἱππ. 1165C· [[ὡσαύτως]], [[διαστροφή]], ὄμματος ὁ αὐτ. 73C. ΙΙ. [[θλάσις]] καὶ διασκόρπισις φωτὸς ἢ ἤχου, «[[διάχυσις]]», ἀντίθ. τῷ [[ἀνάκλασις]], Ἀριστ. Προβλ. 11. 23 καὶ 51. | |lstext='''κατάκλᾰσις''': -εως, ἡ, [[θραῦσις]] εἰς τεμάχια, σύνθλασις, [[κάταξις]], τῶν ἄρθρων Ἱππ. 1165C· [[ὡσαύτως]], [[διαστροφή]], ὄμματος ὁ αὐτ. 73C. ΙΙ. [[θλάσις]] καὶ διασκόρπισις φωτὸς ἢ ἤχου, «[[διάχυσις]]», ἀντίθ. τῷ [[ἀνάκλασις]], Ἀριστ. Προβλ. 11. 23 καὶ 51. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατάκλασις -εως, ἡ [κατακλάω] ontwrichting. Hp. het neerhangen (van oogleden). Hp. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:36, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A forced position, τῶν ἄρθρων Hp.Epid.6.1.15 (pl.). 2 κ. ὄμματος drooping of the eyelid, Id.Prorrh.1.84 (vv. ll. -κλισις, -κλεισις), cf. Epid.6.1.15, Gal.16.675. II refraction of light or sound, opp. ἀνάκλασις (reflexion), Arist.Pr.901b20, 904b30, Cleom.2.6.
German (Pape)
[Seite 1353] ἡ, das Zerbrechen, der Bruch, Sp.; bes. Medic., bei denen es auch Verdrehung bedeutet; – ἠχοῦς, das Zerstreuen des Schalles, im Ggstz der ἀνάκλασις, Arist. probl. 11, 23.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκλᾰσις: -εως, ἡ, θραῦσις εἰς τεμάχια, σύνθλασις, κάταξις, τῶν ἄρθρων Ἱππ. 1165C· ὡσαύτως, διαστροφή, ὄμματος ὁ αὐτ. 73C. ΙΙ. θλάσις καὶ διασκόρπισις φωτὸς ἢ ἤχου, «διάχυσις», ἀντίθ. τῷ ἀνάκλασις, Ἀριστ. Προβλ. 11. 23 καὶ 51.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάκλασις -εως, ἡ [κατακλάω] ontwrichting. Hp. het neerhangen (van oogleden). Hp.