γυμνασιαρχία: Difference between revisions
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
(3) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γυμνᾰσιαρχία:''' ἡ, το [[αξίωμα]] του γυμνασιάρχη, σε Ξεν. | |lsmtext='''γυμνᾰσιαρχία:''' ἡ, το [[αξίωμα]] του γυμνασιάρχη, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=γυμνασιαρχία -ας, ἡ [γυμνασίαρχος] de functie van gymnasiarch. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A office of gymnasiarch, X.Ath.1.13 (pl.), Arist.Pol.1323a1, Pl.Ax. 367a, IG12(2).82 (Mytilene), 5(1).531 (Sparta), PAmh.70.3 (ii A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 509] ἡ, Amt des Gymnasiarchen, eine Liturgie, Dem. 20, 125; Isocr. 16, 35; Vorsteheramt eines Gymnasiums, Plat. Ax. 367 a.
Greek (Liddell-Scott)
γυμνασιαρχία: ἡ, τὸ ἀξίωμα γυμνασιάρχου, Ξεν. Ἀθην. 1. 13, Ἀριστ. Πολ. 6. 8, 22.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
office de gymnasiarque.
Étymologie: γυμνασίαρχος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 gimnasiarquía, [[cargo de gimnasiarco como una liturgia (cf. γυμνασίαρχος 1)]] περὶ δὲ τῶν ἐνθάδε χορηγιῶν καὶ γυμνασιαρχιῶν καὶ τριηραρχιῶν Isoc.16.35, χορηγίαις ἀνελάμβανε καὶ γυμνασιαρχίαις ... τὸν δῆμον Plu.Nic.3, cf. D.20.125, X.Ath.1.13, Oec.2.6, IG 12(2).82.23 (Mitilene), Ph.2.446, Plu.Comp.Nic.Crass.1.
2 gimnasiarquía, cargo de gimnasiarco del gimnasio, como institución de educación de efebos, Pl.Ax.367a, Arist.Pol.1323a1.
3 gimnasiarquía en rom. y esp. en el Egipto rom. cargo de prestigio en las metrópolis (cf. γυμνασίαρχος 3) ὑπερβαλόμενον ... ἐν τῇ τῆς γυμνασιαρχίας φιλοτειμίᾳ IG 5(1).531.8 (Esparta II d.C.), ἐν τῷ τῆς γυμνασιαρχίας ἔτει IEphesos 2925, cf. PAmh.70.3 (II d.C.), cargo que podía heredarse y comprarse SB 13032 passim (II d.C.), institución que se podía conceder a ciudades de manera perpetua γυμνασιαρχίαις δ' ἄλλας (πόλεις) ἐπετησίοις ... ἐδωρήσατο I.BI 1.423, o que podía desempeñar una mujer τελέσασαν ... ἱερωσύνην καὶ τὰς [δύ] ο τῶν νέων γυμνασιαρχίας TAM 2.189a.10 (II/III d.C.), cf. TAM 3.107 (Termeso), IEphesos 4337.9 (I d.C.), IKPolis 61.2 (imper.), POxy.1185.5 (II/III d.C.)
•como tít. honorífico αἰώνιος γ. ref. a la diosa Ártemis, a los nearcos y a Tiberio IEphesos 1143 (I d.C.), ref. a Trajano IEphesos 1500.14 (I/II d.C.), a un prítanis IEphesos 3066.16 (II d.C.)
•como atributo de Afrodita δηλοῖ ... γυμνασιαρχίαν la que ostenta la gimnasiarquía Vett.Val.386.13.
Greek Monolingual
η (Α γυμνασιαρχία)
νεοελλ.
ο βαθμός ή η υπηρεσία του γυμνασιάρχη
αρχ.
το αξίωμα του γυμνασιάρχου.
Greek Monotonic
γυμνᾰσιαρχία: ἡ, το αξίωμα του γυμνασιάρχη, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυμνασιαρχία -ας, ἡ [γυμνασίαρχος] de functie van gymnasiarch.