καπηλεῖον: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰπηλεῖον:''' τό, το [[μαγαζί]] του <i>καπήλου</i>, [[ιδίως]], [[οινοπωλείο]], [[ταβέρνα]], Λατ. [[caupona]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κᾰπηλεῖον:''' τό, το [[μαγαζί]] του <i>καπήλου</i>, [[ιδίως]], [[οινοπωλείο]], [[ταβέρνα]], Λατ. [[caupona]], σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=καπηλεῖον -ου, τό [κάπηλος] winkel, kroeg (waar ook gegeten en gedronken kon worden).
}}
}}

Revision as of 10:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰπηλεῖον Medium diacritics: καπηλεῖον Low diacritics: καπηλείον Capitals: ΚΑΠΗΛΕΙΟΝ
Transliteration A: kapēleîon Transliteration B: kapēleion Transliteration C: kapileion Beta Code: kaphlei=on

English (LSJ)

τό,

   A shop of a κάπηλος, freq. of a tavern, Com.Adesp.493 (in a parody of Sophocles), Ar.Lys.427, Ec.154, Lys.1.24, Eub.80, Isoc.7.49, cf. Theopomp. Hist. 65, Tab.Defix.87 (iv B. C.), Ἀρχ. Ἐφ.1923.39 (pl., Orop., iv B. C.), PTeb.43.18 (ii B. C.), POxy.2109.11 (iii A. D.): pl., καπηλεῖα, τά (prob. l. for κάπηλα), the meat-market at Tarentum, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1322] τό, der Laden eines κάπηλος, Kramladen, bes. Weinschank; Ar. Eccl. 154; Lys. 1, 24; Isocr. 7, 49; Hermipp. Poll. 7, 194; Luc. Nigr. 25; ἐν τοῖς καπηλείοις καὶ τοῖς πανδοκείοις ἀεὶ διαιτᾶται Ath. XIII, 566 f. S. καπήλιον.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰπηλεῖον: τό, τὸ ἐργαστήριον καπήλου, ἐν ᾧ ἐπώλουν, ὡς καὶ νῦν ἐν τοῖς παντοπωλείοις, οὐ μόνον οἶνον, ἀλλὰ καὶ τροφὰς καὶ παντοῖα ἄλλα πράγματα, Λατ. caupona, Σοφ. Ἀποσπ. Λυς. 427, Ἐκκλ. 154, Λυσίας 94. 5. Ἰσοκρ. 149 D. Ἡ λέξις διετηρήθη μέχρι σήμερον, ἀλλὰ νῦν κυρίως σημαίνει οἰνοπωλεῖον καὶ οίνοπνευματοπωλεῖον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
boutique de vin et d’épicerie, cabaret.
Étymologie: κάπηλος.

Greek Monotonic

κᾰπηλεῖον: τό, το μαγαζί του καπήλου, ιδίως, οινοπωλείο, ταβέρνα, Λατ. caupona, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καπηλεῖον -ου, τό [κάπηλος] winkel, kroeg (waar ook gegeten en gedronken kon worden).