πεδοστιβής: Difference between revisions

From LSJ

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πεδοστῐβής:''' -ές ([[στιβεῖν]]), αυτός που [[πατά]] στη γη, σε Ευρ.· πεζό, αντίθ. προς το [[ἱππηλάτης]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πεδοστῐβής:''' -ές ([[στιβεῖν]]), αυτός που [[πατά]] στη γη, σε Ευρ.· πεζό, αντίθ. προς το [[ἱππηλάτης]], σε Αισχύλ.
}}
{{elnl
|elnltext=πεδοστιβής -ές [πέδον, στείβω] over de aarde lopend. te voet.
}}
}}

Revision as of 10:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πεδοστῐβής Medium diacritics: πεδοστιβής Low diacritics: πεδοστιβής Capitals: ΠΕΔΟΣΤΙΒΗΣ
Transliteration A: pedostibḗs Transliteration B: pedostibēs Transliteration C: pedostivis Beta Code: *pedostibh/s

English (LSJ)

ές,

   A earth-treading, opp. πτεροῦς, A.Supp.1000 ; ὄχος, πούς, E. Med.1123, Hel.1516 ; ηὕδομεν πεδοστιβεῖς Id.Rh.763 (s.v.l.).    2 on foot, opp. ἱππηλάτης, λεώς A.Pers.127 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 542] ές, den Boden betretend; λεώς, im Ggstz der Reiter, Aesch. Pers. 125; κνώδαλα, im Ggstz der πτεροῦντα, der Vögel, Suppl. 978; ὄχος, Eur. Med. 1123, auf dem Lande; πούς, Hel. 1532; auch εὕδομεν πεδοστιβεῖς, auf der Erde, Rhes. 763; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

πεδοστῐβής: -ές, ὁ πατῶν τὴν γῆν, ἀντίθετον τῷ πτεροῦς, Αἰσχ. Ἱκέτ. 1000· ὄχος, ποὺς Εὐρ. Μήδ. 1123, Ἑλ. 1516· εὕδειν π. ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 763· - πεζὸς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἱππηλάτης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 127.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui foule le sol, qui marche sur le sol.
Étymologie: πέδον, στείβω.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που βαδίζει πάνω στη γη, που πατά τη γη
2. ο πεζός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφος» + -στιβής (< στίβος < στείβω «πατώ, βαδίζω»), πρβλ. ηλιο-στιβής].

Greek Monotonic

πεδοστῐβής: -ές (στιβεῖν), αυτός που πατά στη γη, σε Ευρ.· πεζό, αντίθ. προς το ἱππηλάτης, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεδοστιβής -ές [πέδον, στείβω] over de aarde lopend. te voet.