παράβακχος: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παράβακχος:''' -ον, όμοιος με βακχιστή, [[θεατρικός]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''παράβακχος:''' -ον, όμοιος με βακχιστή, [[θεατρικός]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παρά-βακχος -ον als een bacchante, in extase. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A like a Bacchanal, theatrical, Plu.Dem.9; θειασμός Eun.VSp.499 B.
German (Pape)
[Seite 471] neben dem Bacchus, der bacchischen Wuth nahe, Plut. Dem. 9.
Greek (Liddell-Scott)
παράβακχος: -ον, ὅμοιος βακχεύοντι, θεατρικός, Πλουτ. Δημοσθ. 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
transporté de fureur.
Étymologie: παρά, Βάκχος.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
μσν.
άτακτος
αρχ.
όμοιος με βακχεύοντα, βακχικός, θεατρικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + βάκχος].
Greek Monotonic
παράβακχος: -ον, όμοιος με βακχιστή, θεατρικός, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρά-βακχος -ον als een bacchante, in extase.