κραδία: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρᾰδία:''' ἡ, Δωρ. αντί [[κραδίη]], που είναι Επικ. αντί [[καρδία]].
|lsmtext='''κρᾰδία:''' ἡ, Δωρ. αντί [[κραδίη]], που είναι Επικ. αντί [[καρδία]].
}}
{{elnl
|elnltext=κραδία, κραδίη zie καρδία.
}}
}}

Revision as of 11:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰδία Medium diacritics: κραδία Low diacritics: κραδία Capitals: ΚΡΑΔΙΑ
Transliteration A: kradía Transliteration B: kradia Transliteration C: kradia Beta Code: kradi/a

English (LSJ)

ἡ, Dor. for κραδίη, also in Trag.;

   A v. καρδία.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰδία: ἡ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ κραδίη, ὡσαύτως παρὰ Τραγ.· ἴδε ἐν λέξ. καρδία.

French (Bailly abrégé)

poét. c. καρδία.

English (Slater)

κρᾰδία (cf. καρδία.)
   1 heart met. εὐθὺς δ' ἀπήμων κραδία κᾶδος ἀμφ ἀλλότριον (Er. Schmid: καρδία codd.) (N. 1.54) ἀλλὰ σὺν δόξᾳ τέλος δωδεκάμηνον περᾶσαί νιν ἀτρώτῳ κραδίᾳ (Tric.: καρδίᾳ codd.) (N. 11.10)

Greek Monolingual

κραδία, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) η καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καρδία].

Greek Monotonic

κρᾰδία: ἡ, Δωρ. αντί κραδίη, που είναι Επικ. αντί καρδία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κραδία, κραδίη zie καρδία.