συγκελεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκελεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[διατάζω]], [[προστάζω]] από κοινού με, σε Ευρ., Θουκ.
|lsmtext='''συγκελεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[διατάζω]], [[προστάζω]] από κοινού με, σε Ευρ., Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-κελεύω, Att. ook ξυγκελεύω mede bevelen, het bevel ondersteunen; abs.; met inf. om te.
}}
}}

Revision as of 11:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκελεύω Medium diacritics: συγκελεύω Low diacritics: συγκελεύω Capitals: ΣΥΓΚΕΛΕΥΩ
Transliteration A: synkeleúō Transliteration B: synkeleuō Transliteration C: sygkeleyo Beta Code: sugkeleu/w

English (LSJ)

   A join in ordering, bidding, E.IA892 (troch.), Th.8.31.

German (Pape)

[Seite 967] (s. κελεύω), mit befehlen; Eur. I. A. 892; Thuc. 8, 31.

Greek (Liddell-Scott)

συγκελεύω: κελεύω ὁμοῦ, κτλ., Εὐρ. Ι. Α. 892, Θουκ. 8. 31.

French (Bailly abrégé)

ordonner ensemble, en même temps.
Étymologie: σύν, κελεύω.

Greek Monolingual

Α
προστάζω μαζί με άλλον ή με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κελεύω «προστάζω»].

Greek Monolingual

Α
προστάζω μαζί με άλλον ή με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κελεύω «προστάζω»].

Greek Monotonic

συγκελεύω: μέλ. -σω, διατάζω, προστάζω από κοινού με, σε Ευρ., Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κελεύω, Att. ook ξυγκελεύω mede bevelen, het bevel ondersteunen; abs.; met inf. om te.