συναποβάλλω: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
(39)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[αποβάλλω]] [[κάτι]] συγχρόνως<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[απορρίπτω]], [[αρνούμαι]] [[κάτι]] συγχρόνως.
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[αποβάλλω]] [[κάτι]] συγχρόνως<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[απορρίπτω]], [[αρνούμαι]] [[κάτι]] συγχρόνως.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-αποβάλλω tegelijkertijd verliezen.
}}
}}

Revision as of 11:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναποβάλλω Medium diacritics: συναποβάλλω Low diacritics: συναποβάλλω Capitals: ΣΥΝΑΠΟΒΑΛΛΩ
Transliteration A: synapobállō Transliteration B: synapoballō Transliteration C: synapovallo Beta Code: sunapoba/llw

English (LSJ)

   A lose at the same time, D.S.3.7, Plu.Phil.21:—Pass., Gal.14.588.

German (Pape)

[Seite 1002] (s. βάλλω), mit od. zugleich abwerfen, verlieren, Sp., wie Plut. Philop. 21.

Greek (Liddell-Scott)

συναποβάλλω: ἀποβάλλω, «χάνω» συγχρόνως, Διόδ. 3. 7, Πλουτ. Φιλοπ. 21. ― παρὰ μεταγεν. τὸ μέσον προτιμᾶται.

French (Bailly abrégé)

perdre en même temps.
Étymologie: σύν, ἀποβάλλω.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. αποβάλλω κάτι συγχρόνως
2. (κατ' επέκτ.) απορρίπτω, αρνούμαι κάτι συγχρόνως.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. αποβάλλω κάτι συγχρόνως
2. (κατ' επέκτ.) απορρίπτω, αρνούμαι κάτι συγχρόνως.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αποβάλλω tegelijkertijd verliezen.