σκιραφεῖον: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκῑρᾰφεῖον:''' τό, το [[μέρος]] όπου παίζονται [[τυχερά]] παιχνίδια ή ζάρια, σε Ισοκρ.
|lsmtext='''σκῑρᾰφεῖον:''' τό, το [[μέρος]] όπου παίζονται [[τυχερά]] παιχνίδια ή ζάρια, σε Ισοκρ.
}}
{{elnl
|elnltext=σκιραφεῖον -ου, τό [σκίραφος: dobbelbeker] plaats waar je kunt dobbelen: speelhol, speelhuis.
}}
}}

Revision as of 11:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐρᾰφεῖον Medium diacritics: σκιραφεῖον Low diacritics: σκιραφείον Capitals: ΣΚΙΡΑΦΕΙΟΝ
Transliteration A: skirapheîon Transliteration B: skirapheion Transliteration C: skirafeion Beta Code: skirafei=on

English (LSJ)

(in codd. sts. σκιράφιον), τό,

   A gambling-house, Isoc.7.48, 15.287, Theopomp.Hist.221.

German (Pape)

[Seite 899] τό, auch σκειραφεῖον, Ort, wo man zum Würfelspielen zusammenkommt; οὐκ ἐν τοῖς σκιραφείοις οἱ νεώτεροι διέτριβον, Isocr. 7, 48; VLL., die κυβευτήριον erkl., Poll. 9, 96.

Greek (Liddell-Scott)

σκῑρᾰφεῖον: (ἐν Ἀντιγράφ. ἐνίοτε σκιράφιον), τό, τόπος ἔνθα παίζουσι τοὺς κύβους, κυβευτήριον, Ἰσοκρ. 149C, π. Ἀντιδ. § 306, πρβλ. Ἄμφιδα ἐν «Κυβευταῖς» 1, Θεοπόμπ. Ἱστ. 254. ― Ἐντεῦθεν, σκῑραφεία, ἡ, τὸ κυβεύειν, ἡ, κυβεία, Γλωσσ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu où on joue aux dés, maison de jeu.
Étymologie: σκίραφος.

Greek Monolingual

και σκιράφιον, τὸ, Α σκίραφος
τόπος όπου έπαιζαν κύβους, ζάρια, το κυβευτήριον («οὐκ ἐν τοῑς σκιραφείοις οἱ νεώτεροι διέτριβον», Ισοκρ.).

Greek Monotonic

σκῑρᾰφεῖον: τό, το μέρος όπου παίζονται τυχερά παιχνίδια ή ζάρια, σε Ισοκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκιραφεῖον -ου, τό [σκίραφος: dobbelbeker] plaats waar je kunt dobbelen: speelhol, speelhuis.