κονδυλώδης: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(21) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες (Α [[κονδυλώδης]], -ώδες) [[κόνδυλος]]<br />αυτός που μοιάζει με κόνδυλο, [[κονδυλοειδής]], διογκωμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) [[κονδυλόρριζος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει οιδήματα, πρησμένος. | |mltxt=-ες (Α [[κονδυλώδης]], -ώδες) [[κόνδυλος]]<br />αυτός που μοιάζει με κόνδυλο, [[κονδυλοειδής]], διογκωμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) [[κονδυλόρριζος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει οιδήματα, πρησμένος. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κονδυλώδης -ες [κόνδυλος] knobbelig. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,
A knobby, Id.Mochl.1, Dsc.1.107, Gal.2.755.
German (Pape)
[Seite 1480] ες, wie eine harte Geschwulst, geschwollen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
κονδῠλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κόνδυλον, ἐξωγκωμένος, Ἱππ. Μοχλ. 841, κτλ.
Greek Monolingual
-ες (Α κονδυλώδης, -ώδες) κόνδυλος
αυτός που μοιάζει με κόνδυλο, κονδυλοειδής, διογκωμένος
νεοελλ.
1. (για φυτά) κονδυλόρριζος
2. αυτός που έχει οιδήματα, πρησμένος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κονδυλώδης -ες [κόνδυλος] knobbelig.