ὑπερκέρασις: Difference between revisions
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπερκέρασις:''' ἡ, υπερφαλλαγίζω, [[κυκλώνω]] το ένα [[άκρο]], τη [[μία]] [[πτέρυγα]], σε Πολύβ. | |lsmtext='''ὑπερκέρασις:''' ἡ, υπερφαλλαγίζω, [[κυκλώνω]] το ένα [[άκρο]], τη [[μία]] [[πτέρυγα]], σε Πολύβ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερκέρασις:''' εως ἡ обход с флангов, фланговый охват Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:24, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A an outflanking on one wing, Plb.1.27.5, Ascl. Tact.10.2, Arr.Tact.29.9, Ael.tact.25.1, 38.1; cf. sq. and ὑπερφαλάγγησις.
German (Pape)
[Seite 1197] ἡ, das Ueberflügeln, Pol. 1, 27, 5. 11, 23, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερκέρασις: ἡ, ὑπερφαλάγγησις, κύκλωσις τοῦ κέρατος (τοῦ στρατοῦ), Πολύβ. 1. 27, 5, κτλ.· πρβλ. ὑπερφαλάγγησις.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
débordement des ailes ou d’une aile d’une armée.
Étymologie: ὑπερκεράω.
Greek Monotonic
ὑπερκέρασις: ἡ, υπερφαλλαγίζω, κυκλώνω το ένα άκρο, τη μία πτέρυγα, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερκέρασις: εως ἡ обход с флангов, фланговый охват Polyb.