δωδεκαστάσιος: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit
(10) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δωδεκαστάσιος]], -ον (Α)<br />αυτός που ζυγίζει [[δώδεκα]] φορές περισσότερο. | |mltxt=[[δωδεκαστάσιος]], -ον (Α)<br />αυτός που ζυγίζει [[δώδεκα]] φορές περισσότερο. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δωδεκαστάσιος -ον [δώδεκα, ἵσταμαι] die twaalf keer zoveel weegt. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:24, 31 December 2018
English (LSJ)
[στᾰ], ον, (ἵστημι)
A weighing twelve times as much, Pl.Hipparch.231d.
German (Pape)
[Seite 694] zwölfmal das Gewicht habend, zwölfmal so viel, Plat. Hipparch. 231 d.
Greek (Liddell-Scott)
δωδεκαστάσιος: [ᾰ], -ον, (ἵστημι) ζυγίζων δωδεκάκις τόσον, χρυσίον Πλάτ. Ἱππάρχ. 231D.
Spanish (DGE)
-ον de doce pesos o librasde oro, Pl.Hipparch.231d.
Greek Monolingual
δωδεκαστάσιος, -ον (Α)
αυτός που ζυγίζει δώδεκα φορές περισσότερο.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δωδεκαστάσιος -ον [δώδεκα, ἵσταμαι] die twaalf keer zoveel weegt.