πλειστόμβροτος: Difference between revisions

From LSJ

ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)

Source
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλειστόμβροτος:''' -ον, υπερβολικά [[γεμάτος]] από ανθρώπους, σε Πίνδ.
|lsmtext='''πλειστόμβροτος:''' -ον, υπερβολικά [[γεμάτος]] από ανθρώπους, σε Πίνδ.
}}
{{elnl
|elnltext=πλειστόμβροτος -ον [πλεῖστος, βροτός] zeer druk bezocht.
}}
}}

Revision as of 11:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλειστόμβροτος Medium diacritics: πλειστόμβροτος Low diacritics: πλειστόμβροτος Capitals: ΠΛΕΙΣΤΟΜΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: pleistómbrotos Transliteration B: pleistombrotos Transliteration C: pleistomvrotos Beta Code: pleisto/mbrotos

English (LSJ)

ον,

   A crowded with people, ἑορτά Pi.O.6.69.

German (Pape)

[Seite 628] menschenreich, volkreich, ἑορτή, Pind. Ol. 6, 69.

Greek (Liddell-Scott)

πλειστόμβροτος: -ον, ὁ συχναζόμενος ἢ πανηγυριζόμενος ὑπὸ πλείστων ἀνθρώπων, ἑορτὴ Πινδ. Ο. 6. 116.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fréquenté par beaucoup de mortels, très fréquenté.
Étymologie: πλεῖστος, βροτός.

English (Slater)

πλειστόμβροτος, -ον
   1 crowded with people ἑορτὰν πλειστόμβροτον (O. 6.69)

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(ποιητ. τ.) αυτός που είναι γεμάτος από πλήθος ανθρώπων («πατρὶ ἑορτάν τε κτίσῃ πλειστόμβροτον τεθμόν τε μέγιστον ἀέθλων», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + μβροτός (πρβλ. τερψί-μβροτος)].

Greek Monotonic

πλειστόμβροτος: -ον, υπερβολικά γεμάτος από ανθρώπους, σε Πίνδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλειστόμβροτος -ον [πλεῖστος, βροτός] zeer druk bezocht.