σκυθρωπασμός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(37)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[σκυθρωπάζω]]<br />η [[κατάσταση]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σκυθρωπάζω]], [[κατήφεια]], [[κατσούφιασμα]] («καὶ [[μειδίαμα]] καὶ σκυθρωπασμὸς αὐτῶν... ἔχει τινὰ καρπὸν ὠφέλιμον», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=ὁ, Α [[σκυθρωπάζω]]<br />η [[κατάσταση]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σκυθρωπάζω]], [[κατήφεια]], [[κατσούφιασμα]] («καὶ [[μειδίαμα]] καὶ σκυθρωπασμὸς αὐτῶν... ἔχει τινὰ καρπὸν ὠφέλιμον», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''σκυθρωπασμός:''' ὁ мрачный вид, угрюмость (τῶν φιλοσόφων Plut.).
}}
}}

Revision as of 11:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκυθρωπασμός Medium diacritics: σκυθρωπασμός Low diacritics: σκυθρωπασμός Capitals: ΣΚΥΘΡΩΠΑΣΜΟΣ
Transliteration A: skythrōpasmós Transliteration B: skythrōpasmos Transliteration C: skythropasmos Beta Code: skuqrwpasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A sadness of countenance, [τῶν φιλοσόφων] Plu.2.43f, cf. 378f.

German (Pape)

[Seite 906] ὁ, zorniges, mürrisches, trauriges Ansehen, finstere, betrübte Miene, Plut. de audit. 7.

Greek (Liddell-Scott)

σκυθρωπασμός: ὁ σκυθρωπότης προσώπου, τῶν φιλοσόφων Πλούτ. 2. 49F.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
air sombre, triste.
Étymologie: σκυθρωπάζω.

Greek Monolingual

ὁ, Α σκυθρωπάζω
η κατάσταση και το αποτέλεσμα του σκυθρωπάζω, κατήφεια, κατσούφιασμα («καὶ μειδίαμα καὶ σκυθρωπασμὸς αὐτῶν... ἔχει τινὰ καρπὸν ὠφέλιμον», Πλούτ.).

Russian (Dvoretsky)

σκυθρωπασμός: ὁ мрачный вид, угрюмость (τῶν φιλοσόφων Plut.).