διαθεσμοθετέω: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(big3_11) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[ordenar]], [[prescribir]], [[disponer normas con autoridad]] el demiurgo διαθεσμοθετήσας δὲ πάντα αὐτοῖς ταῦτα Pl.<i>Ti</i>.42d, cf. Hierocl.<i>in CA</i> 19.4, Procl.<i>in Cra</i>.49, βασάνους τε ποικιλωτάτας τε κολάσεις ... τοῖς χρωμένοις Iambl.<i>VP</i> 68, θεὸς διαθεσμοθετεῖ ... τῶν ἀνθρώπων τὰς ῥήσεις Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.263, οἱ τὰ περὶ τὰς Ἐκκλησίας [[ἐξαρχῆς]] διαθεσμοθετήσαντες ἀπόστολοι καὶ πατέρες Basil.<i>Spir</i>.27.66.53. | |dgtxt=[[ordenar]], [[prescribir]], [[disponer normas con autoridad]] el demiurgo διαθεσμοθετήσας δὲ πάντα αὐτοῖς ταῦτα Pl.<i>Ti</i>.42d, cf. Hierocl.<i>in CA</i> 19.4, Procl.<i>in Cra</i>.49, βασάνους τε ποικιλωτάτας τε κολάσεις ... τοῖς χρωμένοις Iambl.<i>VP</i> 68, θεὸς διαθεσμοθετεῖ ... τῶν ἀνθρώπων τὰς ῥήσεις Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.263, οἱ τὰ περὶ τὰς Ἐκκλησίας [[ἐξαρχῆς]] διαθεσμοθετήσαντες ἀπόστολοι καὶ πατέρες Basil.<i>Spir</i>.27.66.53. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαθεσμοθετέω:''' приводить в порядок, упорядочивать Plat., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:35, 31 December 2018
English (LSJ)
A prescribe severally, ordain, πάντα αὐτοῖς ταῦτα Pl. Ti.42d, cf. Iamb.VP16.68, Hierocl.in CA19p.460M., Procl.in Cra. p.49P.
German (Pape)
[Seite 578] durch Gesetze bestimmen; πάντα Plat. Tim. 42 d; – Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διαθεσμοθετέω: τακτοποιῶ, βάλλω εἰς τάξιν (διὰ νόμου), Πλάτ. Τιμ. 42D.
Spanish (DGE)
ordenar, prescribir, disponer normas con autoridad el demiurgo διαθεσμοθετήσας δὲ πάντα αὐτοῖς ταῦτα Pl.Ti.42d, cf. Hierocl.in CA 19.4, Procl.in Cra.49, βασάνους τε ποικιλωτάτας τε κολάσεις ... τοῖς χρωμένοις Iambl.VP 68, θεὸς διαθεσμοθετεῖ ... τῶν ἀνθρώπων τὰς ῥήσεις Gr.Nyss.Eun.2.263, οἱ τὰ περὶ τὰς Ἐκκλησίας ἐξαρχῆς διαθεσμοθετήσαντες ἀπόστολοι καὶ πατέρες Basil.Spir.27.66.53.
Russian (Dvoretsky)
διαθεσμοθετέω: приводить в порядок, упорядочивать Plat., Plut.