κογχυλιάτης: Difference between revisions
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κογχῠλιάτης:''' [ᾱ], -ου, ὁ, ο [[γεμάτος]] κοχύλια, [[λίθος]] κογχ., [[μάρμαρο]] που εμπιερέχει απολιθωμένα όστρακα, σε Ξεν. | |lsmtext='''κογχῠλιάτης:''' [ᾱ], -ου, ὁ, ο [[γεμάτος]] κοχύλια, [[λίθος]] κογχ., [[μάρμαρο]] που εμπιερέχει απολιθωμένα όστρακα, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κογχῠλιάτης:''' ου adj. m носящий отпечатки раковин или содержащий окаменелые раковины ([[λίθος]] Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:36, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾱ], ου, ὁ,
A = κογχίτης, X.An.3.4.10, Philostr.VA2.20.
Greek (Liddell-Scott)
κογχυλιάτης: ᾱ, ου, ὁ, = κογχίτης, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 10, Φιλόστρ. 71.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui porte des empreintes de coquillages.
Étymologie: κογχύλιον.
Greek Monolingual
ο (Α κογχυλιάτης)
ο κογχίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κογχύλη + κατάλ. -ιάτης, (πρβλ. λειμων-ιάτης, πωγων-ιάτης)].
Greek Monotonic
κογχῠλιάτης: [ᾱ], -ου, ὁ, ο γεμάτος κοχύλια, λίθος κογχ., μάρμαρο που εμπιερέχει απολιθωμένα όστρακα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κογχῠλιάτης: ου adj. m носящий отпечатки раковин или содержащий окаменелые раковины (λίθος Xen.).