κογχυλιάτης: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κογχῠλιάτης:''' [ᾱ], -ου, ὁ, ο [[γεμάτος]] κοχύλια, [[λίθος]] κογχ., [[μάρμαρο]] που εμπιερέχει απολιθωμένα όστρακα, σε Ξεν.
|lsmtext='''κογχῠλιάτης:''' [ᾱ], -ου, ὁ, ο [[γεμάτος]] κοχύλια, [[λίθος]] κογχ., [[μάρμαρο]] που εμπιερέχει απολιθωμένα όστρακα, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''κογχῠλιάτης:''' ου adj. m носящий отпечатки раковин или содержащий окаменелые раковины ([[λίθος]] Xen.).
}}
}}

Revision as of 11:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κογχῠλιάτης Medium diacritics: κογχυλιάτης Low diacritics: κογχυλιάτης Capitals: ΚΟΓΧΥΛΙΑΤΗΣ
Transliteration A: konchyliátēs Transliteration B: konchyliatēs Transliteration C: kogchyliatis Beta Code: kogxulia/ths

English (LSJ)

[ᾱ], ου, ὁ,

   A = κογχίτης, X.An.3.4.10, Philostr.VA2.20.

Greek (Liddell-Scott)

κογχυλιάτης: ᾱ, ου, ὁ, = κογχίτης, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 10, Φιλόστρ. 71.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui porte des empreintes de coquillages.
Étymologie: κογχύλιον.

Greek Monolingual

ο (Α κογχυλιάτης)
ο κογχίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κογχύλη + κατάλ. -ιάτης, (πρβλ. λειμων-ιάτης, πωγων-ιάτης)].

Greek Monotonic

κογχῠλιάτης: [ᾱ], -ου, ὁ, ο γεμάτος κοχύλια, λίθος κογχ., μάρμαρο που εμπιερέχει απολιθωμένα όστρακα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κογχῠλιάτης: ου adj. m носящий отпечатки раковин или содержащий окаменелые раковины (λίθος Xen.).