πεδαίχμιος: Difference between revisions

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πεδαίχμιος:''' -ον, Αιολ. ή Δωρ. αντί <i>μετ-αίχμιος</i>.
|lsmtext='''πεδαίχμιος:''' -ον, Αιολ. ή Δωρ. αντί <i>μετ-αίχμιος</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''πεδαίχμιος:''' эол. = [[μεταίχμιος]].
}}
}}

Revision as of 11:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεδαίχμιος Medium diacritics: πεδαίχμιος Low diacritics: πεδαίχμιος Capitals: ΠΕΔΑΙΧΜΙΟΣ
Transliteration A: pedaíchmios Transliteration B: pedaichmios Transliteration C: pedaichmios Beta Code: pedai/xmios

English (LSJ)

ον, Aeol. or Dor. for μετ-, A.Ch.589 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 540] u. ä., äol. u. dor. = μεταίρω, μεταίχμιος, s. Eur. Phoen. 1027 und Aesch. Ch. 582.

Greek (Liddell-Scott)

πεδαίχμιος: -ον, Αἰολ. ἢ Δωρ. ἀντὶ μεταίχμιος, Αἰσχύλ. Χο. 589.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
éol. c. μεταίχμιος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(αιολ. και δωρ. τ.) βλ. μεταίχμιος.

Greek Monotonic

πεδαίχμιος: -ον, Αιολ. ή Δωρ. αντί μετ-αίχμιος.

Russian (Dvoretsky)

πεδαίχμιος: эол. = μεταίχμιος.