διαπτυχή: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(4) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαπτυχή:''' [ῠ], ἡ, [[πτύχωση]], [[δίπλωση]], «δίπλα», σε Ευρ. | |lsmtext='''διαπτυχή:''' [ῠ], ἡ, [[πτύχωση]], [[δίπλωση]], «δίπλα», σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=διαπτυχή -ῆς, ἡ [διαπτύττω] opengevouwen blad. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A fold, folding leaf, δέλτου διαπτυχαί, γραμμάτων δ., E.IT727,793.
German (Pape)
[Seite 599] ὴ, Falte, δέλτου, γραμμάτων, Eur. I. A. 727. 793, von zusammengefalteten Briefen.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
pli.
Étymologie: διά, πτυχή.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
hoja plegada δέλτου μὲν αἵδε πολύθυροι διαπτυχαί E.IT 727, γραμμάτων διαπτυχαί E.IT 793.
Greek Monotonic
διαπτυχή: [ῠ], ἡ, πτύχωση, δίπλωση, «δίπλα», σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαπτυχή -ῆς, ἡ [διαπτύττω] opengevouwen blad.