ἀντίμιμος: Difference between revisions
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
(5) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντίμιμος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει γίνει κατ' [[απομίμηση]] κάποιου άλλου, ο εντελώς όμοιος με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) ο [[αντίπαλος]], ο [[αντίζηλος]]<br />β) ο [[τύπος]], το [[ομοίωμα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μεταμορφώνεται, που εξαπατά<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> το υποκατάστατο, εκείνο που αντικαθιστά ή μπορεί να αντικαταστήσει [[κάτι]] [[άλλο]]. | |mltxt=[[ἀντίμιμος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει γίνει κατ' [[απομίμηση]] κάποιου άλλου, ο εντελώς όμοιος με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) ο [[αντίπαλος]], ο [[αντίζηλος]]<br />β) ο [[τύπος]], το [[ομοίωμα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μεταμορφώνεται, που εξαπατά<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> το υποκατάστατο, εκείνο που αντικαθιστά ή μπορεί να αντικαταστήσει [[κάτι]] [[άλλο]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντίμῑμος:''' <b class="num">1)</b> подражающий (τινος Arst.);<br /><b class="num">2)</b> сделанный в подражание (τινι Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A closely imitating, ἠχή, of an echo, Callistr.Stat.9; τινός Alcid. ap. Arist.Rh.1406a29; of man as a microcosm, ἀ. τῆς οὐρανίου τάξεως Ruf.Anat.1; ἀ. οὐρανοῦ ποταμός Hld.9.9, cf. Ph.2.164, Sthenidasap.Stob.47.63: c. dat., ὀφθαλμὸν ἀ. ἡλίου τροχῷ Ar. Th.17. II = μανδραγόρας, Dsc.4.75; = ὠκιμοειδές, Ps.-Dsc.4.28.
German (Pape)
[Seite 255] (μιμέομαι), nachahmend, τινός, Alcidam. bei Arist. rhet. 3, 3; pass., nachgeahmt, τινί, Ar. Th. 17 u. Sp., wie Heliod.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίμῑμος: -ον, ὁ πιστῶς ἀπομιμούμενος, μ. γεν., ἀντίμιμον τὴν τῆς ψυχῆς ἐπιθυμίαν Ἀλκιδ. ἐν Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 3· μετὰ δοτ. ὀφθαλμὸν ἀντίμιμον ἡλίου τροχῷ Ἀριστοφ. Θεσμ. 17.
Spanish (DGE)
-ον
I que imita de cerca, que reproduce, copia o representa c. dat. ὀφθαλμὸν ἀ. ἡλίου τροχῷ Ar.Th.17, cf. Sch.Arat.p.208.4, pero cf. εὐπαθοῦντι δὲ ἀνταποδιδόναι τὴν ἠχὴν ἀντίμιμον devolver un eco que reproduce los gritos de alegría Callistr.9.3
•c. gen. ἀ. τῆς οὐρανίου τάξεως del hombre que es una reproducción de la organización del cosmos Ruf.Anat.1, ἀ. τοῦ οὐρανοῦ ποταμός Hld.9.9.3, cf. Ph.2.164, Cyr.H.Catech.6.10, κιβωτὸν ἀ. γῆς el arca (de Noé) que representa la tierra Procop.Gaz.M.87.296B, ἀ. τῆς γαλήνης τὴν ὄψιν ῥυθμίζουσιν acuerdan su rostro a la tranquilidad del mar Chrys.M.64.19
•abs. Alcid. en Arist.Rh.1406a29
•que imita falsamente, que es una imitación o falsificación οὐκ ἀληθῆ Χριστὸν ... τοῦ κατ' οὐρανὸν Χριστοῦ ... ἀντίμιμον ἀπεργαζόμενος Eus.DE 4.15
•subst. ὁ ἀ. imitación, falsificación οἱ ἀ. τοῦ Δημιουργοῦ Clem.Al.Strom.4.13.91, cf. Hippol.Haer.5.16 (p.113.4).
II bot.
1 mandrágora, Mandragora Sp., Dsc.4.75.
2 silene, Silene gallica L., Ps.Dsc.4.28.
Greek Monolingual
ἀντίμιμος, -ον (AM)
1. αυτός που έχει γίνει κατ' απομίμηση κάποιου άλλου, ο εντελώς όμοιος με κάποιον άλλο
2. το αρσ. ως ουσ. α) ο αντίπαλος, ο αντίζηλος
β) ο τύπος, το ομοίωμα
μσν.
1. αυτός που μεταμορφώνεται, που εξαπατά
2. το αρσ. ως ουσ. το υποκατάστατο, εκείνο που αντικαθιστά ή μπορεί να αντικαταστήσει κάτι άλλο.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίμῑμος: 1) подражающий (τινος Arst.);
2) сделанный в подражание (τινι Arph.).