ἀντίμιμος
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)
English (LSJ)
ἀντίμιμον,
A closely imitating, ἠχή, of an echo, Callistr.Stat.9; τινός Alcid. ap. Arist.Rh.1406a29; of man as a microcosm, ἀντίμιμος τῆς οὐρανίου τάξεως Ruf.Anat.1; ἀντίμιμος οὐρανοῦ ποταμός Hld.9.9, cf. Ph.2.164, Sthenidasap.Stob.47.63: c. dat., ὀφθαλμὸν ἀντίμιμον ἡλίου τροχῷ Ar. Th.17.
II = μανδραγόρας (mandrake), Dsc.4.75; = ὠκιμοειδές (Silene gallica), Ps.-Dsc.4.28.
Spanish (DGE)
-ον
I que imita de cerca, que reproduce, que copia o que representa c. dat. ὀφθαλμὸν ἀ. ἡλίου τροχῷ Ar.Th.17, cf. Sch.Arat.p.208.4, pero cf. εὐπαθοῦντι δὲ ἀνταποδιδόναι τὴν ἠχὴν ἀντίμιμον devolver un eco que reproduce los gritos de alegría Callistr.9.3
•c. gen. ἀ. τῆς οὐρανίου τάξεως del hombre que es una reproducción de la organización del cosmos Ruf.Anat.1, ἀ. τοῦ οὐρανοῦ ποταμός Hld.9.9.3, cf. Ph.2.164, Cyr.H.Catech.6.10, κιβωτὸν ἀ. γῆς el arca (de Noé) que representa la tierra Procop.Gaz.M.87.296B, ἀ. τῆς γαλήνης τὴν ὄψιν ῥυθμίζουσιν acuerdan su rostro a la tranquilidad del mar Chrys.M.64.19
•abs. Alcid. en Arist.Rh.1406a29
•que imita falsamente, que es una imitación o falsificación οὐκ ἀληθῆ Χριστὸν ... τοῦ κατ' οὐρανὸν Χριστοῦ ... ἀντίμιμον ἀπεργαζόμενος Eus.DE 4.15
•subst. ὁ ἀντίμιμος = imitación, falsificación οἱ ἀντίμιμοι τοῦ Δημιουργοῦ Clem.Al.Strom.4.13.91, cf. Hippol.Haer.5.16 (p.113.4).
II bot.
1 mandrágora, Mandragora Sp., Dsc.4.75.
2 silene, Silene gallica L., Ps.Dsc.4.28.
German (Pape)
[Seite 255] (μιμέομαι), nachahmend, τινός, Alcidam. bei Arist. rhet. 3, 3; pass., nachgeahmt, τινί, Ar. Th. 17 u. Sp., wie Heliod.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίμῑμος:
1 подражающий (τινος Arst.);
2 сделанный в подражание (τινι Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίμῑμος: -ον, ὁ πιστῶς ἀπομιμούμενος, μ. γεν., ἀντίμιμον τὴν τῆς ψυχῆς ἐπιθυμίαν Ἀλκιδ. ἐν Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 3· μετὰ δοτ. ὀφθαλμὸν ἀντίμιμον ἡλίου τροχῷ Ἀριστοφ. Θεσμ. 17.
Greek Monolingual
ἀντίμιμος, -ον (AM)
1. αυτός που έχει γίνει κατ' απομίμηση κάποιου άλλου, ο εντελώς όμοιος με κάποιον άλλο
2. το αρσ. ως ουσ. α) ο αντίπαλος, ο αντίζηλος
β) ο τύπος, το ομοίωμα
μσν.
1. αυτός που μεταμορφώνεται, που εξαπατά
2. το αρσ. ως ουσ. το υποκατάστατο, εκείνο που αντικαθιστά ή μπορεί να αντικαταστήσει κάτι άλλο.
Translations
mandrake
Arabic: يَبْرُوح, لُفَّاح, بَيْض الْجِنّ, تُفَّاح الْمَجَانِين, مَانْدْرَاكُورَا, تُفَّاح الْجِنّ; Aramaic Classical Syriac: ܝܲܒܼܪܘܼܚܵܐ; Hebrew: יַבְרוּחָא; Armenian: մանրագոր; Catalan: mandràgora; Chinese Mandarin: 風茄/风茄, 曼德拉草; Czech: pokřín, pekřín; Danish: alrune; Dutch: mandragora; Finnish: mandrake, alruuna; French: mandragore; Georgian: მანდრაგორა; German: Alraune; Greek: μανδραγόρας, σερνικοβότανο; Ancient Greek: ἀγχόνη, ἀλοῖτις, ἀντίμιμος, ἀντιμήνιον, βομβόχυλον, διάμορφον, θριδακίας, μανδραγόρας, μώριος; Hebrew: דּוּדָא; Hungarian: mandragóra; Italian: mandragora; Japanese: マンドラゴラ; Latin: mandragoras; Maori: manitareki; Norwegian: alruner; Persian: شابیزک; Polish: mandragora, alrauna; Portuguese: mandrágora; Romanian: mandragoră; Russian: мандрагора; Serbo-Croatian Cyrillic: мандрагора, алрауна, буновина, надлишка; Roman: mandragora, alrauna, bunovina, nadliška; Slovak: mandragora; Spanish: mandrágora; Swedish: alruna; Turkish: adam otu; Ukrainian: мандрагора; Yiddish: ליבעפּעלע