πτερυγώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
(35)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[πτέρυξ]], -<i>υγος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[φτερούγα]] («ὦτα πτερυγώδη» — τα αφτιά του ελέφαντα, Αρετ. Χρον. Παθ.)<br /><b>2.</b> [[ισχνός]] [[άνθρωπος]] του οποίου οι ωμοπλάτες εξέχουν σαν φτερούγες.
|mltxt=-ῶδες, Α [[πτέρυξ]], -<i>υγος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[φτερούγα]] («ὦτα πτερυγώδη» — τα αφτιά του ελέφαντα, Αρετ. Χρον. Παθ.)<br /><b>2.</b> [[ισχνός]] [[άνθρωπος]] του οποίου οι ωμοπλάτες εξέχουν σαν φτερούγες.
}}
{{elnl
|elnltext=πτερυγώδης -ες [πτέρυξ] vleugelvormig.
}}
}}

Revision as of 11:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτερῠγώδης Medium diacritics: πτερυγώδης Low diacritics: πτερυγώδης Capitals: ΠΤΕΡΥΓΩΔΗΣ
Transliteration A: pterygṓdēs Transliteration B: pterygōdēs Transliteration C: pterygodis Beta Code: pterugw/dhs

English (LSJ)

ες,= πτερυγοειδής, Thphr.HP3.12.7; ὦτα π., of elephants, Aret.SD2.13.    2 οἱ π. emaciated persons whose shoulder-blades stick out like wings, Hp.Epid.3.14, 6.3.10, cf. Gal.1.623, etc.

German (Pape)

[Seite 809] ες, zsgzgn statt πτερυγοειδής, Sp. – Bei den Medic. sind οἱ πτερυγώδει ς Leute mit flügelartig vorstehenden Schulterblättern ohne Fleisch.

Greek (Liddell-Scott)

πτερῠγώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ πτερυγοειδής, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 7· ὦτα πτ., ἐπὶ τῶν ἐλεφάντων, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 13. 2) οἱ πτερυγώδεις, ἄνθρωποι κάτισχνοι, ὧν αἱ ὠμοπλάται ἐξέχουσιν ὡς πτερύγια, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄, 1090, πρβλ. 1175Β· «ὅταν δὲ καὶ τὰ κατ’ ὠμοπλάτας αὐτοῖς ἄσαρκα τελέως ᾖ, καὶ γυμνὰ καὶ προπετῆ δίκην πτερύγων, ὀνομάζονται μὲν αἱ τοιαῦται φύσεις ὑπὸ τῶν ἰατρῶν πτερυγώδεις» Γαλην. 2. 76, 25, ἔκδ. Bas.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α πτέρυξ, -υγος]
1. αυτός που μοιάζει με φτερούγα («ὦτα πτερυγώδη» — τα αφτιά του ελέφαντα, Αρετ. Χρον. Παθ.)
2. ισχνός άνθρωπος του οποίου οι ωμοπλάτες εξέχουν σαν φτερούγες.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτερυγώδης -ες [πτέρυξ] vleugelvormig.